«Ολόκληρο σχεδόν το έδαφος της Τήνου είναι από μάρμαρο· επίσης υπάρχουν λατομεία πέτρας σε συνεχή λειτουργία". Αυτά μαρτυρεί ο περιηγητής J. Sandrart στα 1687. Ανάλογα μαρτυρούν και άλλοι περιηγητές, ενώ στα 1801 ο G. A. Olivier γράφει χαρακτηριστικά "οι κάτοικοι των χωριών Πύργος, Υστέρνια και Καρδιανή δουλεύουν και λαξεύουν το μάρμαρο που βρίσκεται στα μέρη τους, με προορισμό τη Σμύρνη, τη Θεσσαλονίκη και την Κωνσταντινούπολη", για να συμπληρώσει ότι το μεροκάματό τους κυμαινόταν από 20 έως 40 παράδες την ημέρα.
Έχει πλέον καταδειχτεί από την έρευνα ότι η Τήνος κατέχει την πρώτη θέση μεταξύ των νεοελληνικών κέντρων μαρμαροτεχνίας και γλυπτικής. Αυτό συμβαίνει επειδή εδώ -σε αντίθεση με άλλα κέντρα- ισχύουν συμπλεκτικά επτά παράμετροι αποφασιστικής σημασίας, οι οποίες και αιτιολογούν το γεγονός: (α) η επί αιώνες αδιάλειπτη ενάσκηση της τέχνης· (β) η παρουσία συμπαγούς ομάδας οικισμών στην "Οξωμεριά" με κύρια επαγγελματική απασχόληση το μάρμαρο· (γ) η αφομοίωση των τεχνολογικών και τεχνοτροπικών μεταβολών, των εκπορευόμενων από κέντρα μεγάλης διάρκειας (Ιταλία-Κρήτη, Κωνσταντινούπολη), και η διαμόρφωση τοπικού τεχνικού ύφους· (δ) η ευρεία διασπορά των τεχνιτών εντός και εκτός του ελλαδικού χώρου και η ίδρυση εκεί εργαστηρίων· (ε) η προσαρμογή των τηνιακών μαρμαρογλυπτών στο κλίμα του Νεοκλασικισμού και η δημιουργία, μετά την απελευθέρωση, ενός ακμαίου δευτερογενούς κέντρου στην Αθήνα· (στ) η ανάδειξη από τους κόλπους των εργαστηρίων τους μεγάλων εκπροσώπων της νεοελληνικής γλυπτικής· και (ζ) η επιτυχής, μεταπολεμικά, ένταξη της τοπικής τέχνης του μαρμάρου στις δομές της "σύγχρονης χειροτεχνίας".»