Η ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ μεγάλωσε κι άλλαξε με το πέρασμα των χρόνων της ιστορίας της, άνθρωποι έφυγαν και άνθρωποι ήρθαν, πολλές εικόνες της χάθηκαν και πολλές εικόνες ξεθωριάζουν σιγά-σιγά, καθώς οι αναμνήσεις χωρίς βιώματα πεθαίνουν κι αυτές και δεν μεταδίδονται εύκολα από γενιά σε γενιά.
Με μία τέτοια θολή μαγική εικόνα ασχολείται το περιεχόμενο αυτού του βιβλίου. Αναφέρεται σε έναν τόπο της Θεσσαλονίκης που η ανάπτυξη της πόλης υποβάθμισε, παραμέρισε και εξαφάνισε. Έναν τόπο τόσο αγαπητό, όσο και ξεχασμένο, με πολύβουη και πολυάνθρωπη παρουσία για αιώνες και σήμερα σιωπηλό, έναν τόπο λαμπερό και παραμυθένιο για μικρούς και μεγάλους, όπου όμως πλέον οι παραμυθάδες έχουν χαθεί. Έναν τόπο που αξίζει να θυμηθούμε ή να γνωρίσουμε σήμερα, γιατί η ζωή της πόλης περνούσε καθημερινά από αυτόν και η ιστορία της πολλές φορές ξαπόστασε στα όμορφα ανθισμένα παρτέρια του.
Εκεί, λοιπόν, που έχει επεκταθεί το λιμάνι της Θεσσαλονίκης, στο ύψος περίπου της τρίτης και της τέταρτης προβλήτας του σημερινού λιμανιού, βρισκόταν παλαιότερα ένας μεγάλος κήπος. Ένας κήπος, ο οποίος ήταν χαρακτηριστικός για τη ζωή των κατοίκων της Θεσσαλονίκης και φιλοξένησε εκατοντάδες χιλιάδες από αυτούς για θαλάσσια μπάνια και αναψυχή. Ένας κήπος που διαμορφώθηκε από την οθωμανική διοίκηση σε μία περιοχή της Θεσσαλονίκης, η οποία ήταν ήδη δημοφιλής τόπος εκδρομών από ακόμη παλαιότερα. Επρόκειτο για τον εθνικό ή δημόσιο Κήπο στο ‘Μπες Τσινάρ’ που σημαίνει ‘Πέντε Πλάτανοι’, ένα τοπωνύμιο, το οποίο είναι παλαιότερο της δημιουργίας του Κήπου. Ο Κήπος εξακολούθησε να υπάρχει και μετά την απελευθέρωση της πόλης το 1912, οπότε μετονομάστηκε σε ‘Κήπος Πριγκήπων’ και φιλοξενούσε θαλάσσια λουτρά, εστιατόρια, καφενεία, μουσικές και τραγούδια μέχρι που έχασε τη μάχη με την επέκταση του λιμένα της Θεσσαλονίκης.
Ήταν, λοιπόν, κάποτε ένας Κήπος…