«Ους ο Θεός συνέζευξε!»
Ποιός Θεός όμως! Αυτός ο αυστηρός, σεβάσμιος γέροντας, με τα μακριά άσπρα γένια, που θυμάμαι από τις εικονογραφήσεις των θρησκευτικών βιβλίων στο σχολείο; Ή εκείνος που αναγνωρίζει και θέλει να κουβαλά ο καθένας μέσα του, ο Θεός της συγγνώμης και της αγάπης;
Υπήρχε όμως και ο άλλος. Ο δικός μου θεός. Που με πέταξε στους δρόμους να γεννηθώ μπάσταρδο, όπως ένα μίασμα. Από μια γυναίκα που το μυαλό της, όπως και οι φλέβες της, ήταν όλο παραγεμισμένο από ηρωίνη και ναρκωτικά.
Μια γυναίκα, που δεν ήξερε πώς, αλλά και δεν ήθελε να είναι και να λέγεται μάνα. Που δεν μπόρεσε ποτέ ν’ αγαπήσει το παιδί της, αλλά και κανέναν άλλο, πέρα από τον εαυτό της και την καθημερινή δόση της.
Το μόνο καλό που του αναγνώριζα, στην μέχρι τότε ζωή μου ήταν, που με αξίωσε ν’ αγαπήσω. Που με μπόλιασε με το μπόλι του έρωτα. Αλλά κι εκεί ακόμα στάθηκε υπολογιστής, τσιγκούνης και φθονερός, στερώντας μου την ένωση των δυο μας, το μερίδιό μου στην ευτυχία.
Σίγουρα λοιπόν θα πρέπει να ήταν αυτός, ο τελευταίος θεός. Που έρχεται τιμωρός κι εκδικητής να με καταδικάσει -όχι άδικα βέβαια- αν εξαιρέσει κανείς και τη δική του ευθύνη, που με έφερε σε αυτόν τον κόσμο, παντρεύοντάς με με άλλην, από αυτήν που θέλω και αγαπώ!