Θα μπορούσε να έχει τίτλο «Το Χρέος». Ένα χρέος που έπρεπε να έχουμε εκπληρώσει εδώ και χρόνια εμείς οι Έλληνες, σε έναν άνθρωπο που έδωσε τη ζωή του μένοντας πιστός στον όρκο που έδωσε προς την Πατρίδα και στην αποστολή που του ανατέθηκε, αν και γνώριζε ότι το «παιχνίδι ήταν χαμένο και προδομένο».
Πρόκειται για το βιβλίο «Νικόλαος Κατούντας – Ο Λεωνίδας της Κερύνειας», στο οποίο οι συμμαχητές του από την 33 Μοίρα Καταδρομών εξιστορούν τις τελευταίες ηρωικές στιγμές της θυσίας του μεγάλου αυτού ήρωα, που έπεσε μαχόμενος στις πύλες της Κερύνειας, τις 22 Αυγούστου 1974, την ώρα που είχε ήδη συμφωνηθεί η κατάπαυση του πυρός και η εκεχειρία.
Στο βιβλίο, που προλογίζει ο Πρόεδρος της Βουλής των Αντιπροσώπων της Κυπριακής Δημοκρατίας, Δημήτρης Συλλούρης, υπάρχει ειδική αναφορά στην περίοδο που οδήγησε στο προδοτικό πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου, το οποίο έδωσε το «άλλοθι» στην Τουρκία να επέμβει στρατιωτικά στην Κύπρο, καθώς και χρονολόγιο γεγονότων μέχρι την ώρα που ανέλαβε την αποστολή-αυτοκτονίας ο Κατούντας «να εξαλείψει με το λόχο του, με 62 άνδρες, μαζί με το λόχο του λοχαγού Ροκά, ένα προγεφύρωμα τριών χιλιάδων ανδρών, υποστηριζόμενο από άρματα, πυροβολικό και αεροπορία».
Αυτές της ηρωικές στιγμές εξιστορούν στο βιβλίο οι συμμαχητές του Κατούντα, ο επιλοχίας του, ο αγγελιαφόρος του, ο δόκιμος έφεδρος αξιωματικός και άλλοι καταδρομείς, από τους οποίους, όταν είδε ότι το παιχνίδι είναι χαμένο και προδομένο, ζήτησε να απομακρυνθούν και να σώσουν τις ζωές τους, «για να μην μαυροφορέσουν οι Κύπριες μάνες». Και σώθηκαν.
Επίσης, στο βιβλίο υπάρχουν κείμενα μελών της οικογένειάς του, στην οποία επίσης οφείλει η Πατρίδα, αφού σηκώνει το σταυρό του μαρτυρίου επί 45 χρόνια, κείμενα συμμαθητών του από την Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων και αξιωματικών εν όπλοις, καθώς και κείμενα καταδρομέων, καθηγητών πανεπιστημίου και στρατιωτικών αναλυτών, που καλύπτουν το «φαινόμενο Κατούντας» από όλες τις πλευρές.
Χαρακτηριστικό απόσπασμα από το εισαγωγικό σημείωμα του Σάββα Καλεντερίδη, ο οποίος είχε και τη γενική επιμέλεια του βιβλίου: «…Όλα όσα έκανε ο καταδρομέας Λοχαγός Νικόλαος Κατούντας εκείνη την ημέρα για να υπερασπιστεί την Κυρήνεια, θα γραφτούν με χρυσά γράμματα στην ιστορία, και στις σελίδες αυτού του βιβλίου θα διαπιστώσει ο αναγνώστης ότι δεν υπάρχει ίχνος υπερβολής σε ό,τι γράφουμε.
Όμως, εκείνο που θα μείνει ανεξίτηλο εις τους αιώνας των αιώνων, εκείνο που τον κατατάσσει στους μεγαλύτερους ήρωες του έθνους, είναι το εξής περιστατικό:
Όταν πήρε την αποστολή και κινήθηκε με το τμήμα του προς την ακτή απόβασης, όπου αποβιβαζόταν με το δεύτερο αποβατικό κύμα η «Δύναμη Ειδικής Αποστολής Bora» των Τούρκων, συνάντησε τμήματα του 251 ΤΠΖ να εγκαταλείπουν τις θέσεις τους και να υποχωρούν άτακτα προς τα μετόπισθεν. Τότε ρώτησε έναν στρατιώτη που οπισθοχωρούσε: «Πού είναι ο εχθρός;». Ο στρατιώτης του απάντησε: «Είναι πολλοί, πάρα πολλοί. Καλύτερα να φύγετε. Το δικό μας τάγμα διαλύθηκε».
Τότε ο καταδρομέας Λοχαγός Νικόλας ο Κατούντας, ως εκ θαύματος, απάντησε όπως ακριβώς ο Άγης Αρχιδάμου με το ρητό του «Ούκ έφη δε τους Λακεδαιμονίους ερωτάν πόσοι εισίν οι πολέμιοι αλλά πού εισίν». Είπε στον υποχωρούντα στρατιώτη επιτακτικά: «Δεν σε ρώτησα πόσοι είναι, αλλά πού είναι».
Αυτό ήταν. Ο καταδρομέας Λοχαγός Νικόλαος Κατούντας είχε γράψει εκείνη τη στιγμή την ιστορία του, την οποία επικύρωσε λίγες ώρες μετά, όταν έδιωξε έναν-έναν τους καταδρομείς του να σωθούν και έμεινε ο ίδιος μόνος να μάχεται εναντίον πολλών, τραυματισμένος, μέχρι την τελευταία σφαίρα και μέχρι της τελευταίας ρανίδος του αίματός του τον εχθρό.»