Ο Αδάμ, δικαστής του χωριού, έσπασε τη στάμνα της κυρα-Μάρθας καθώς έφευγε από την κάμαρα της Εύας, πηδώντας από το παράθυρο, επειδή ήρθε ο αρραβωνιαστικός της, ο Ρούπρεχτ, μετά από αυτόν. Τώρα αυτός, ως δικαστής, πρέπει να διερευνήσει την υπόθεση και να καταδικάσει τον ένοχο, και μάλιστα παρουσία του συμβούλου δικαιοσύνης Βάλτερ, ο οποίος έχει έρθει για να επιθεωρήσει τις δικαστικές αρχές. Η πλοκή αυτής της κωμωδίας είναι μια κατοπτρική εικόνα της βιβλικής ιστορίας του προπατορικού αμαρτήματος. Αλλά αυτή τη φορά δεν είναι η Εύα αυτή που εμφανίζεται ως ξελογιάστρα, αλλά το αντίθετο: ο Αδάμ προσπαθεί να την αποπλανήσει. Ο Κλάιστ είχε ως πρότυπο για τη Σπασμένη στάμνα τον Οιδίποδα Τύραννο του Σοφοκλή - άλλωστε δεν είναι τυχαίο το ότι ο δικαστής του χωριού έχει στρεβλοποδία όπως ο Οιδίποδας είχε οίδημα στα πόδια, και διεξάγει έρευνα όπως εκείνος εναντίον του εαυτού του. Όμως, σε αντίθεση με τον ήρωα της αρχαίας τραγωδίας, ο Αδάμ ξέρει ότι είναι ο ένοχος. Με την αναφορά του Κλάιστ στον Οιδίποδα Τύραννο, προκύπτει η δυνατότητα να κατανοηθεί Η σπασμένη στάμνα ως μια κωμική αντιστροφή της σοφόκλειας τραγωδίας. Την ίδια στιγμή ο Οιδίπους Τύραννος προσφέρει στον Κλάιστ τη δυνατότητα να άρει το βάρος και τη σπουδαιότητα του κωμικού πρωταγωνιστικού χαρακτήρα του.