Στους Επτά επί Θήβας επαληθεύεται µε τρόπο τραγικό ο χρησµός του Απόλλωνα και κλείνει οριστικά ο φαύλος κύκλος του µιάσµατος στον οίκο του Λαΐου.
Πάνω από όλα δεσπόζει η κληρονοµική τάση προς την αυτοκαταστροφή, που εκδηλώνεται πότε ως θεοµαχία (η ἀπιστία του Λαΐου προς τον χρησµό), πότε ως αιµοµιξία και πότε ως αδελφοσφαγή.
Η τάση αυτή καταλήγει σε ένα ποτάµι αίµατος, που απειλεί να παρασύρει στο διάβα του ολόκληρη τη Θήβα – εκτός αν ο οίκος του Λαΐου, δηλαδή
οι δύο τελευταίοι αρσενικοί του απόγονοι, επιτέλους αλληλοκαταστραφούν. «Γι’ αυτό κι απέναντί του εγώ
ο ίδιος θα σταθώ. Σαν άρχοντας απέναντι σε άρχοντα, µισητός αντίκρυ σε µισούµενο, αδελφός σε αδελφό καθρέφτη». Αυτά λέει ο Ετεοκλής όταν διαπιστώνει την επενέργεια της πατρικής κατάρας στον οίκο του και αποφασίζει να υπερασπιστεί την έβδοµη πύλη απέναντι στον Πολυνείκη.
Μέσα σε ένα περιβάλλον όπου συνυπάρχουν ισχυρές θεϊκές δυνάµεις και µεγάλα ανθρώπινα Εγώ, εκτυλίσσεται η τραγωδία, η οποία κλείνει µε την ολοσχερή καταστροφή της ρίζας του Λαΐου.