Κάτι σαν πρόλογος
Καταμεσήμερο. Και στη μεγάλη λίμνη η ακύμαντη επιφάνεια καθρέφτιζε
τον ήλιο. Πλάι στη λίμνη, ο υπαίθριος πραματευτής είχε στον πάγκο τέσ‐
σερα καθρεφτάκια στρογγυλά, που το καθένα τους καθρέφτιζε τον ήλιο
ολόκληρο.
Τα κοίταζα, κι ο συνειρμός έφερε εμπρός μου ένα κομπολόι από σκέψεις
όπως:
•Τις μονόστιχες (αρχαίες) Γνωμολογίες και Παροιμίες, που η κάθε μια τους
είναι κι ένα ολόκληρο δοκίμιο. Ιδίως οι «Γνώμες μονόστιχοι» του Μενάν‐
δρου.
•Τη μοναδική εκείνη λέξη, που κυριαρχεί και συγκρατεί ένα ποίημα.
•Το κεντρικό μελωδικό motivo που δεσπόζει και μια συμφωνία μουσική,
σ’ ένα κονσέρτο, σ’ ένα τραγούδι, σ’ έναν ψαλμό.
•Την ιδιαίτερη φιγούρα που σφραγίζει έναν πίνακα ζωγραφικής.
•Τη συνθηματογραφία μιας αφίσας ή ενός graffiti σε τοίχο, που σηματο‐
δοτεί εκρήξεις συναισθήματος και δράσης.
•Το πνευματικό αποτύπωμα ενός χαρακτήρα που θυμίζει το «εξ όνυχος
τον λέοντα».
•Τα υπονοούμενα και αποσιωπούμενα μα τόσο αποκαλυπτικά στον έρωτα
ή στην εχθρότητα.
•Τα Στιγμιογραφήματα της κοινωνικής δραστηριότητας.
•Αξιώματα αυταπόδεικτης αλήθειας.
•Τα Στιγμιότυπα (instantane, snapshot, schanppsohuss, istantaneo) της
απρόβλεπτης καθημερινότητας.