Δύο χρόνια μετά την εκτρωματική ίδρυση του Κυπριακού Κράτους, ο Κώστας Μόντης έγραφε: Ποιό «κράτος», κύριοι, ποιό «κράτος»; Σ’ αλλεπάλληλους σωρούς «κρατών» πατάμε. Εννοούσε πως το νέο Κράτος δεν ήταν παρά ένα από τα ίδια που προηγήθηκαν, ξένο, προορισμένο κι αυτό να καταρρεύσει, αφού δεν ανήκε στα όνειρα των πολιτών του. Η λογοτεχνία του τόπου δεν μπορούσε να ξεφύγει από αυτή την γραμμή, όσο κι αν το Κράτος εξόρκιζε τα όνειρα, την «ασθένεια», που ονόμασε «πηνελοπισμό». Το Κράτος δεν θα καθόταν να περιμένει κανέναν Οδυσσέα. Και μέχρι να απαλλαγεί τελείως από αυτόν δεν θα ’μενε με σταυρωμένα χέρια.
Άρχισε να τον υπονομεύει, να τον διαβάλλει καὶ να τον συκοφαντεί πως δεν θα τον άφηναν ποτέ οι ανήθικες «γνωριμίες» του ταξιδιού να μείνει πιστός καὶ να φτάσει μια μέρα στην Ιθάκη. Ποια άξια λόγου λογοτεχνία μπορεί να μείνει πιστή σ’ ένα κράτος που δεν το ονειρεύτηκαν οι θεοί και οι ήρωές του; Σ’ ένα κράτος που ήθελε ν’ απαλλαγεί από τη μνήμη των θεών και των ηρώων του;