Πρωτοεπισκέφθηκα τη Μύκονο το καλοκαίρι του 1955. Εκείνη την εποχή μού ήταν αδύνατο να φανταστώ τι θα συνέβαινε τα επόμενα εξήντα χρόνια στο μαγικό και ήσυχο αυτό νησί με το ένα και μοναδικό δωδεκαθέσιο λεωφορείο και την πληθώρα από γαϊδουράκια.
Την ημέρα της άφιξής μου το νησί φιλοξενούσε περίπου δεκαπέντε επισκέπτες. Μια τυπική καλοκαιρινή ημέρα του 2018, αντιθέτως, φιλοξενεί από 120.000 έως 140.000 επισκέπτες. [...]
Η Μύκονος ήταν σαν ανεξάρτητο νησιωτικό πριγκιπάτο, με τον δικό της πολιτισμό, τους δικούς της χορούς, τα τραγούδια της, την ποίηση, την κουζίνα, τα υφάσματα, την αρχιτεκτονική, ακόμα και τη γλώσσα της. Όλα αυτά εξελίχθηκαν και διαμορφώθηκαν προσεκτικά κατά τη διάρκεια χιλιάδων ετών, εν μέσω πολέμων, κατοχών, ξηρασιών κι άλλων καταστροφών. Δεν πρέπει να υποτιμάει κανείς το πόσο απομονωμένα ήταν τα νησιά του Αιγαίου τις εποχές της ιστιοφορίας και το πόσο μοναδικοί και ξεχωριστοί ήταν οι πολιτισμοί που αναπύχθηκαν στα μέρη τους.
Δεν είναι υπερβολή να ισχυριστεί κανείς ότι η ζωή στη Μύκονο έχει αλλάξει περισσότερο τα τελευταία εξήντα χρόνια απ΄ ό,τι εδώ και 3.000 χρόνια. Το νησί είχε περιορσιμένες αγροτικές δυνατότητες, λιγοστό νερό, καλή αλιεία και ελάχιστους άλλους φυσικούς πρόρους. Κατά κάποιον τρόπο, αντιπροσώπευε ένα ανέγγιχτο παράδειγμα ενός εξαιρετικά οργανωμένου, αυτάρκους αιγαιοπελαγίτικου πολιτισμού. Ζούσε σε ισορροπία με τους διαθέσιμους εδαφικούς, υδάτινους και θαλάσσιους πόρους του, συμπληρώνοντας το εισόδημα του με εξαγωγές και εμπόριο καϊκιών, καθώς και με εμβάσματα Μυκονιατών ναυτικών και μεταναστών. Πόσο τυχερός ήμουν που γνώρισα το νησί την εποχή εκείνη, όταν βρισκόταν στο κατώφλι της μελλονικής δραματικής του αλλαγής.