H Μαίρη Γυφτάκη γεννήθηκε στην Καλαμάτα το 1944. Σπούδασε γαλλική φιλολογία και αρχιτεκτονικό σχέδιο. Eργάστηκε στην Εθνική Τράπεζα.
Είναι μητέρα τεσσάρων παιδιών.
Ποιήματά της έχουν παρουσιαστεί στην Αθήνα και στην Πάτρα, στο Συμπόσιο Ποίησης και έχουν δημοσιευτεί σε λογοτεχνικά περιοδικά, όπως: «Πολιτιστική», «Μανδραγόρας», «Φιλοσοφία και Παιδεία», «Διορθώσεις».
Έχει μεταφράσει κείμενα, άρθρα και ποιήματα από τα γαλλικά, καθώς και ένα βιβλίο του Γάλλου μαιευτήρα-ποιητή Frédérick Leboyer.
Οι Ήλιοι νυχτερινοί είναι η τρίτη ποιητική της συλλογή.
Η αλλαγή των χρωμάτων
Βότσαλα
Εξαίσια στρογγυλά γλυπτά.
Κάτασπρα, γκρίζα, χρωματιστά.
Ξεχνιέται η αφή μου στη λειασμένη ράχη τους
ψαύω τη στρογγυλάδα τους, μαζεύω
πέντε στο ίδιο μέγεθος
–τα παιδικά πεντόβολα.
Βότσαλα σ’ άλλα σχήματα:
Κουφέτα από χιλιάδες γάμους
πλάι στη θάλασσα.
Καρδιές, πλοία ή βάρκες.
Πάνω τους σχέδια θαρρείς
αφηρημένης τέχνης
ή κλασικά, τοπία και πορτραίτα.
Ω! Πώς αγάλλεται η ματιά
πώς γαληνεύει η καρδιά στον ήχο τους
καθώς κατρακυλούν στο κύμα.
Έτσι, τ’ αμέτρητα μετρώ, τον χρόνο
ενώ τα χέρια αποξεχνιούνται
ν’ ανασκαλεύουν διψασμένα
γι’ αυτήν, την αψεγάδιαστη μορφή
το τέλειο σχήμα, την άψογη επιφάνεια
την τέλεια της ζωής στιγμή
που όλο νομίζεις πως τη βρίσκεις
κι όλο χάνεται.
Η αλλαγή των χρωμάτων
Πώς η Αγάπη από μέσα μας χάνεται
πώς αλλάζουν τα χρώματα γύρω μας
της ελπίδας το φως από πράσινο
ξάφνου πώς μίσους κίτρινο γίνεται.
Σ’ ένα ροζ ξεπλυμένο το κόκκινο
παλιού πάθους πώς μεταμορφώνεται
το γαλάζιο πώς βάφεται ολόγκριζο
της χαράς το λευκό, μαύρο απόγνωσης.
Το απαλό χρώμα δύσης πώς γίνεται
βαθύ μωβ αξεπέραστου πένθους μας
και το μπλε της ακύμαντης θάλασσας
μολυβί τρικυμίας μαινόμενης.
Στην ψυχή πώς αλλάζουν τα χρώματα
και μια κούραση-σκόνη απλώνεται
αργά πάνω στα αισθήματα κι ύστερα
την καρδιά μας τρυπάει ως το βάθος της
τις αισθήσεις προσβάλλει, την όραση
αλλοιώνει και μένει θολώνοντας
όσα χρόνια ζωής μάς απόμειναν.
Οι σκύλοι της Ηρώδου Αττικού
Τους σκύλους της Ηρώδου Αττικού ζηλεύω.
Ήρεμοι και νωχελικοί, όλο κοιμούνται
στα πεζοδρόμια, με παρέα τους τσολιάδες.
Αδιαφορούν για αστυφύλακες και κλούβες.
Τους φωτογράφους που στημένοι περιμένουν
ή του Μαξίμου τους επίσημους χαζεύουν.
Όταν κουράζονται απ’ την ξάπλα μπαίνουν μέσα
στον κήπο, τρέχουν, κυνηγιούνται μεταξύ τους
μα δεν γαβγίζουνε ποτέ, δεν ενοχλούνε.
Οικτίρουν τους πολιτικούς, μα δεν μπορούν
την αδικία, τα κακώς κείμενα του κόσμου
να διορθώσουνε. Απλά φιλοσοφούν.
Άλλοι εκείνοι οι σκύλοι που συχνά θυμώνουν
γαβγίζουν, εξεγείρονται, ακολουθούν
πορείες, διαδηλώσεις και ν’ αλλάξουν θέλουν
τον κόσμο αυτόν όπου τους έμελλε να ζουν.
Σε ποιαν εσείς ανήκετε απ’ τις δυο κατηγορίες;
Σκεφτείτε λίγο. Η σύγκριση διόλου μη σας τρομάζει.
Σ’ όποιαν και αν ανήκετε, ο κόσμος δεν αλλάζει.
Παρακαλώ, συμπληρώστε το email σας και πατήστε αποστολή.