«Οι νεκροί ταξιδεύουν γρήγορα» – αυτή την επιγραφή, χαραγμένη στα ρωσικά σ` έναν τάφο, διαβάζει ο φλεγματικός, παράτολμος ήρωας του Καλεσμένου του Δράκουλα, που περιπλανιέται ολομόναχος στο νεκροταφείο ενός μυστηριωδώς ερειπωμένου χωριού, στη διάρκεια της Βαλπούργειας νύχτας, αψηφώντας κάθε προειδοποίηση και όλες τις αποτρεπτικές ενδείξεις.
«Ο ουρανός μοιάζει φωτεινός, όμως η ψύχρα στον βόρειο άνεμο προμηνύει ξαφνική καταιγίδα. Αλλά είμαι σίγουρος ότι δεν θ` αργήσετε». Στο σημείο αυτό χαμογέλασε και πρόσθεσε: « Γιατί, ξέρετε τί νύχτα είναι».Όταν είχαμε απομακρυνθεί από την πόλη, αφού του έκανα σινιάλο να σταματήσει, τον ρώτησα: «Πες μου, Γιόχαν, τί είναι απόψε;».
Έκανε το σταυρό του και απάντησε λακωνικά: «Βαλπούργεια νύχτα».
Τη Βαλπούργεια νύχτα, σύμφωνα με την πεποίθηση εκατομμυρίων ανθρώπων, ο διάβολος κυκλοφορούσε ελεύθερος – τότε άνοιγαν οι τάφοι και οι νεκροί έβγαιναν και περπατούσαν. Τότε όλα τα σατανικά όντα της γης και του νερού και του αέρα συνυπήρχαν σε μακάβριο ξεφάντωμα. Αυτό ακριβώς το μέρος ήθελε να αποφύγει ο οδηγός. Εδώ ήταν το προ αιώνων αποδεκατισμένο και ερημωμένο χωριό. Εδώ ήταν η κοιτίδα της αυτοκτονίας· κι εδώ ακριβώς βρισκόμουν μόνος – χωρίς ενισχύσεις, να τρέμω απ` το κρύο μέσα σ`ένα σάβανο από χιόνι, υπό την απειλή της επερχόμενης άγριας θύελλας. Χρειάστηκε να επιστρατεύσω όλα τα φιλοσοφικά και θεολογικά γνωστικά εργαλεία που είχα διδαχθεί και όλο μου το σθένος, για να μην καταρρεύσω σ` έναν παροξυσμό τρόμου.