Να μπορούσε από κάπου να πιαστεί, από κάποιον, μα τώρα της φαίνονταν όλα τόσο μακριά. Ένιωθε ότι έχανε τους ανθρώπους της μέσα από τα χέρια της, τον έναν μετά τον άλλον.
Δεν θα μπορούσε να της σταθεί ο Τέρι με το παιδί, έπρεπε να το πάρει απόφαση. Αλλού πατάει και αλλού βρίσκεται, και εκείνη τη στιγμή την τρόμαζε που ανακάλυπτε κρυμμένη μέσα της τόση εμπάθεια απέναντί του. Είχε κάνει πολύ υπομονή, μόνο αυτή ήξερε πόσο. Το νέρωσε όμως τόσο το κρασί της, που είχε γίνει πλέον άγευστο.
Δεν το έκανε ωστόσο πιο εύκολο. Καθόλου πιο εύκολο. Στο μυαλό της είχε ήδη σκαλιστεί σε πέτρα το μέλλον που επιθυμούσε, όμως τα πράγματα έπαιρναν τροπή πολύ διαφορετική. Πώς να τα αφήσει όλα πίσω και να φύγει; Μαζί ταξίδεψαν ως την άκρη του ουράνιου τόξου, να αποδείξουν ότι μαγεία υπάρχει, και χρυσός μπορεί να βρεθεί. Εικόνες από τη ζωή που είχαν σχεδιάσει, που είχαν φωλιάσει μέσα της και δικαιωματικά της ανήκαν, ξεριζώνονταν με μια απότομη, βίαιη κίνηση. Και αυτό το αισθάνθηκε με τρόπο σωματικό, επίπονο, όσο επίπονο θα ήταν να ξερίζωνε τούφες από τα ίδια της τα μαλλιά.