Πρόλογος
Ο Γιώργος Κουμεντάκης με τη Μαντινάδα για πιάνο (2016) προσεγγίζει την κρητική παραδοσιακή μουσική μέσω ενός κλασικού οργάνου, του πιάνου. Το κομμάτι παραπέμπει στις συγγενείς για τον κρητικής καταγωγής συνθέτη κοντυλιές, σύντομες μουσικές φράσεις, δηλαδή, που παίζονταν αρχικά σ’ ένα κομμάτι καλαμένιου αυλού μεταξύ δύο διαδοχικών κονδύλων (κοντύλων), και στη συνέχεια πέρασαν και στη μουσική για έγχορδα παραδοσιακά όργανα (λύρα, βιολί). Όπως η κάθε δοξαριά έχει πολλά γυρίσματα-επεξεργασίες, έτσι και ο συνθέτης αυτοσχεδιάζει με νότες που αντιστοιχούν στις «δαχτυλιές» του κοντυλιού, με μικρές ρυθμικές αξίες.
Ο συνθέτης είναι συνάμα και ριμαδόρος. Κεντρική στη σύνθεση μια ρίμα, ένα πολύστιχο, δηλαδή, ποίημα από δεκαπεντασύλλαβους, ιαμβικούς στίχους σε ζευγαρωτή ομοιοκαταληξία που φέρει εννοιολογική συνάφεια. Ο πιανίστας αφηγείται ρυθμικά και συνοδεύει παράλληλα μουσικά πέντε μαντινάδες, δηλαδή δίστιχα σε ιαμβικό δεκαπεντασύλλαβο, χαρακτηριστικό γνώρισμα της κρητικής μουσικής παράδοσης. Η κρητική διάλεκτος λειτουργεί γεφυρωτικά, συνδέοντας το κλασικό με το παραδοσιακό, ενώ ο αφηγητής-πιανίστας, αν και σε «τρίτο πρόσωπο», συμπάσχει με τον κεντρικό ήρωα.
Ενώ οι οδηγίες του συνθέτη για την αφήγηση του κειμένου αφήνουν περιορισμένες ελευθερίες στην επιλογή του τρόπου εκφοράς του, η ίδια η μουσική χρησιμοποιεί ελάχιστα περιγραφικά στοιχεία για να υποστηρίξει το ποιητικό κείμενο, χωρίς να έχει διόλου προγραμματικό, αλλά ούτε και συνοδευτικό χαρακτήρα. Ακολουθεί ωστόσο μία ιδιότυπη μορφή, πέρα από τη συνήθη έννοια της ανάπτυξης μιας μουσικής ιδέας, επειδή ακριβώς σκιαγραφεί το γενικό μουσικό περίγραμμα της ίδιας της ερωτικής πράξης σε όλα της τα στάδια, από την έξαρση της επιθυμίας μέχρι και τη σωματική εκτόνωση.
Μέσα από λαβυρινθώδεις μελωδικές γραμμές, ο δημιουργός μάς αποκαλύπτει ότι ο Μινώταυρoς, το πεπρωμένο-εγώ μας, δεν είναι τέρας με κεφαλή ταύρου αλλά ταύρος με κεφαλή ανθρώπου. Το μοναχικό αυτό πλάσμα πεθαίνει δίχως αντίσταση, βασανιστικά αλλά ανακουφιστικά, λυτρωτικά, σαν τον θηρευτή-άνθρωπο που δοκιμάζεται μα δε χάνει την πίστη του στην ευτυχία, τον έρωτα, τη ζωή. Τα ζάλα του στη μαιανδρώδη, σκοτεινή διαδρομή καθοδηγεί η μυητική διαδικασία της γυναίκας σε μια προσπάθεια να εξομαλύνει την αρσενική κτηνωδία της σωματικής επιθυμίας προς απόλαυση της ηδονής. Η Μαντινάδα για πιάνο γίνεται, έτσι, ένας ακουστικός, διαλογιστικός μίτος με δύναμη ικανή να μας επιστρέψει στις ρίζες μας ως μία σεληνιακή, έμμηνη Αριάδνη που θαλερά κατέχει το μητρικό γάλα της αρμονίας και του «γνῶθι σαὐτόν».
ΜΑΡΙΑ ΧΝΑΡΑΚΗ
Εθνομουσικολόγος, Λαογράφος & Πολιτισμικός Ανθρωπολόγος (M.A., Ph.D.)
Καθηγήτρια Πανεπιστημίου Ντρέξελ – Φιλαδέλφεια (ΗΠΑ)