Όλα ξεκίνησαν από εδώ, από αυτό το μικρό εργαστήρι. Ένα μεγάλο κομμάτι μαρμάρου, μερικά εργαλεία και τα χέρια του γλύπτη. Πώς τον έλεγαν; Δεν ξέρω, δεν άκουσα ποτέ το όνομά του. Το μόνο που θυμάμαι από αυτόν είναι τα χέρια του. Χέρια δυνατά αλλά και τρυφερά. Όση ώρα δούλευε, σφύριζε έναν χαρούμενο σκοπό. Μια μέρα, ύστερα από αρκετό καιρό, το σφύριγμα σταμάτησε. Τα χέρια άφησαν κάτω τα εργαλεία. «Αυτό ήταν!» τον άκουσα να λέει. «Τελείωσε».
«Τελείωσε; Τι τελείωσε;» αναρωτήθηκα, μα ύστερα κατάλαβα. Τελείωσε η δουλειά του. Είχε πάρει ένα κομμάτι μάρμαρο και το είχε μεταμορφώσει σε ένα δυνατό, περήφανο λιοντάρι που βρυχάται! Και αυτό το λιοντάρι ήμουν εγώ!
Με αυτά τα λόγια ξεκινά την αφήγησή του ο ήρωας του βιβλίου, ο περίφημος Λέων των Κυθήρων. Μπορεί η ιστορία του να ακούγεται σαν παραμύθι - άλλωστε μόνο στα παραμύθια μπορούν να μιλάνε τα μαρμάρινα λιοντάρια -, μόνο που δεν είναι ακριβώς παραμύθι αλλά οι εμπειρίες μιας ζωής. Μιας ζωής σε ένα μαρμάρινο σώμα!
Η αφήγηση του Λέοντα συμπληρώνεται με το παράρτημα «Η ιστορία του Λέοντα των Κυθήρων. Από τη μυθοπλασία στην πραγματικότητα» και χρονολόγιο με τις σημαντικότερες στιγμές στην ιστορία του.