«Φύσηξε πάλι από την έρημο Σαχάρα ο δυνατός άνεμος Σιμούν τρομάζοντας τις καμήλες, τους καμηλιέρηδες και τα παιδιά που έπαιζαν στην όαση με τις πανύψηλες χουρμαδιές. Μα τούτη τη φορά, καθώς περνούσε ο άνεμος Σιμούν απ’ το πλατύ ποτάμι που το λένε Νείλο, σήκωσε, με ένα βαθύ φλουπ, τεράστια μια αγκαλιά νερό που είχε μέσα της νούφαρα κι ένα κροκοδειλάκι που κολυμπούσε ανέμελο, τρισευτυχισμένο…»