Χθες το βράδυ, φύτρωσαν, λέει, μπλε μπαλκόνια στ’
Αναφιώτικα. Με γλάστρες και λουλούδια ανθισμένα και
τοίχους με ξεφτισμένους σοβάδες. Μια ολόκληρη γειτο-
νιά. Κι απ’ τα μπαλκόνια, ανάμεσα σε λευκές κεντητές
κουρτίνες, βγαίναμε εμείς. Εσύ απ’ τα δεξιά κι εγώ απ’
την άλλη. Πιαστήκαμε χέρι χέρι. Μου χαμογελούσες
και τα μάτια σου ήταν και πάλι δικά μου. Μπλε, υγρά,
γεμάτα φως. Κόσμος έβγαινε απ’ τα κάτω σπίτια και
μας φώναζε χαρούμενος. Σα να ’χαμε γιορτή