(συνέχεια από τον προηγούμενο τόμο)
… Ένιωθε το κρύο να διαπερνά τα κόκαλα του. Η θερμοκρασία έπεφτε πιο γρήγορα από ότι άντεχε. Δεν τον ένοιαζε όμως. Πατρίδα είναι όπου ζεις. Και αυτός βρίσκονταν στην δικιά του πατρίδα, στα άστρα. Ήταν σπίτι. Και το σπίτι του ήταν τεράστιο και φωτεινό. Εκεί στο βάθος του ορίζοντα, βρίσκονταν ο μακρινός ήλιος, που προσπαθούσε μάταια να τον ζεστάνει, στέλνοντας τη χρυσωπή λάμψη του επάνω στους πάγους μεθανίου. Για μια στιγμή νόμιζε ότι από την αντανάκλαση απλώθηκε στον ουρανό, σαν πέπλο, ένα ουράνιο τόξο, με χρώματα που δεν είχε ξαναδεί, και ούτε είχε φανταστεί ποτέ ότι υπήρχαν.
Ένιωσε τους απέραντους ωκεανούς μεθανίου, κάτω από τους πάγους, να αναταράσονται με μανία και οι πάγοι έτριξαν με απελπισία. Έλεγαν ότι εκεί κάτω ζούσαν πελώρια, ξένα, πλάσματα, που δεν ήθελαν εισβολείς στον δικό τους κόσμο.
Άκουσε ένα βουητό. Μετά μια πολύχρωμη λάμψη. Ύστερα άρχισε να ακούει πάλι φωνές, την ενδοεπικοινωνία. Κάποιος ήταν κοντά, τον είχαν βρει.
Ανασήκωσε το κεφάλι του και είδε μέσα σε ένα θολό όραμα δύο φιγούρες να τον πλησιάζουν, ενώ μια απόκοσμη λάμψη κάλυπτε τις στολές τους, παραμορφώνοντας την πραγματικότητα.
«Σκιές,» ψέλλισε, «πάντοτε σκιές…» και μια μακρινή ανάμνηση κάλυψε το είναι του καθώς γλιστρούσε στον κόσμο πέρα από τον κόσμο.
Μια μεγάλη, ατέλειωτη παραλία. Όπου και αν κοιτούσε έβλεπε μόνο παραλία. Μια πρασινωπή θάλασσα, που ακόμα και στο μισοσκόταδο σε προκαλούσε να βουτήξεις στη θέρμη της. Το γλυκό φως από τα δύο φεγγάρια που η μορφή τους σχηματίζονταν ανάγλυφη στον ουρανό. Μπλε φωσφοριζέ φως κάλυπτε την παραλία και μαζί με αυτό έρχονταν και μια αργή βροχή. Μια βροχή πέπλο που σε έκρυβε από το σύμπαν έστω και για λίγο. Και ήταν εκεί, μαζί του, εκείνη, περπατούσαν στην βροχή, σε αυτή την ατελείωτη παραλία, τη μία παραλία, μέσα στα πράσινα νερά του ωκεανού, του ενός ωκεανού, κάτω από τη λάμψη των φεγγαριών. Ήταν εδώ, μαζί του. Αλλά έβλεπε πια μόνο το περίγραμμα της μορφής της. Τη σκιά της. Τη σκιά ενός οράματος.
Το παιδί που ήταν ο μακρινός εαυτός του, του χαμογέλασε με όλη την παιδική αθωότητα.
«Πες μου την πρώτη ιστορία, τον πρώτο Θρύλο του Σύμπαντος».
(συνεχίζεται)