«Η αυτοκτονία του δήμου» αναλύει την ιστορική διαδρομή της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, από το θρίαμβο ως την κατάλυσή της. Στις αρχές της δεκαετίας του ’30 οι συνέπειες της
διεθνούς ύφεσης προκαλούν ένα ντόμινο εξελίξεων, το οποίο πλήττει και τη γερμανική οικονομία. Απέναντι στην ανάγκη της άμεσης δημοσιονομικής εξυγίανσης, τα πολιτικά κόμματα διχάζονται ως προς τον τρόπο επιμερισμού των βαρών της κρίσης, με αποτέλεσμα να διαλυθεί ο τελευταίος πλειοψηφικός κυβερνητικός συνασπισμός. Το πολιτικό και οικονομικό κατεστημένο της χώρας θέτει σε προτεραιότητα την εφαρμογή ενός προγράμματος αυστηρής λιτότητας, κατά παράκαμψη της Βουλής. Πράγματι, η συστηματική λήψη έκτακτων οικονομικών μέτρων από τον Πρόεδρο του Ράιχ, βάσει του δικαίου της ανάγκης, ματαιώνει την κοινοβουλευτική αντιπαράθεση και, συνεπώς, προσδίδει στην αποδιάρθρωση του κράτους πρόνοιας μια διάσταση μονοδρόμου. Από τη στιγμή, μάλιστα, που η σοσιαλδημοκρατία αποφασίζει να ανεχθεί τις πρακτικές αυτές με την ψήφο της, τίθεται μοιραία σε κίνηση η διαδικασία διάρρηξης των δεσμών αντιπροσώπευσης ανάμεσα στην κοινωνική πλειοψηφία και το σύνολο των κομμάτων του δημοκρατικού τόξου.
Παράλληλα με την ιστορική ανάλυση, το ανά χείρας βιβλίο θέτει σε πρώτο πλάνο τη διαμάχη που συντελείται στο χώρο της συνταγματικής θεωρίας. Η επικράτηση της σκέψης του Carl Schmitt στο πεδίο αυτό νομιμοποιεί τη διαρκή επίκληση μιας κατάστασης εξαίρεσης, η οποία επιφέρει την απαξίωση των συνταγματικών θεσμών και την επιβολή μιας κοινωνικά επώδυνης πολιτικής.
Σε αυτό το οικονομικό, πολιτικό και θεσμικό πλαίσιο δεν αργεί να προβάλει ως σωτήρας του γερμανικού λαού ένας ορκισμένος εχθρός της δημοκρατίας. Και ο δήμος τον ακολουθεί…