Όταν νυχτώνει,
ένα φεγγάρι ολόγιομο
τρυπά τον ουρανό,
σπρώχνει το φεγγίτη,
εκπορθεί,
κάθε αμέριμνο άνοιγμα,
όχι με πάταγο αλλά σιωπηλά,
ανεπαίσθητα,
επικινδύνως ανεπαίσθητα,
το δάσος,
σε δυο παλάμες,
προσφέρεται
ωσάν πολιορκητικός κριός,
τα δέντρα
εισβάλλουν από το παράθυρο,
δεν έμεινε πλέον τόπος
δίχως φως,
δεν έμεινε τόπος
δίχως σκιά,
δεν έμεινε
τόπος.