Τώρα είχε κουλουριαστεί στη δική της πλευρά του κρεβατιού. Δεν μπορούσε ν’ αντισταθεί στον πειρασμό
να χαϊδεύει πότε-πότε τα στρωσίδια στην αδειανή μεριά του Νικόλα, κρύα και ατσαλάκωτα στο άγγιγμά
της. Μακάρι να μπορούσε να κλάψει, σκέφτηκε, αλλά τα δάκρυα δεν ανέβαιναν ως τα μάτια της. Όλη η
θλίψη κρυβόταν κάπου βαθιά και σκοτεινά μέσα της, σ’ ένα μέρος που δεν μπορούσε να φτάσει.
Πρέπει να είχε λαγοκοιμηθεί, μιας και την ξύπνησε η εξώπορτα που άνοιξε κι έκλεισε. Γύρισε να κοιτάξει
το ξυπνητήρι στο κομοδίνο του Νικόλα. Τέσσερις και πέντε. Έμεινε ν’ αφουγκράζεται καθώς τα βαριά
βήματα σταμάτησαν στον καναπέ του καθιστικού. Περίμενε κρατώντας την αναπνοή της, αλλά δεν
άκουσε τίποτε άλλο.
Συνέχισε να περιμένει, ακόμη με κρατημένη ανάσα, ελπίζοντας ν’ ακούσει τα σκαλιά να τρίζουν κάτω
απ’ τα πόδια του, αλλά επικρατούσε απόλυτη σιγή. Της φάνηκε ότι είχαν περάσει ώρες, αλλά το ρολόι
έδειχνε μόλις τέσσερις και τέταρτο. Ανίκανη ν’ αντέξει την αναμονή, κατέβηκε ξυπόλυτη τη σκάλα και
μπήκε στο καθιστικό...
Τέσσερις άνθρωποι πιασμένοι στον κυκεώνα ενός οικογενειακού μυστικού, επιχειρούν χρόνια μετά να
βρουν τον εαυτό τους. Από τη Θεσσαλονίκη ως το Λονδίνο και από την Αθήνα ως το Παρίσι, οι διαδρομές
τους χτίζουν μια ιστορία με πολλά επίπεδα, αξεδιάλυτα σαν τις πολλαπλές στρώσεις μιας πλούσιας
τούρτας.
Ένα εσωτερικό ταξίδι και ταυτόχρονα ένα παιχνίδι προοπτικής, με τέρμα και αφετηρία την αέναη
αναζήτηση των πρωταγωνιστών για την προσωπική τους Ιθάκη.