Η πλωτή πατρίδα ταξιδεύει με καπετάνιο το μπαρμπαγιάννη Σιταρά από τη Χίο. Ένα καφενείο στο κέντρο της Αθήνας λίγο πιο κάτω από τη Βουλή, γίνεται η καμπίνα του καπετάνιου που αέναα ταξιδεύει ακόμα και με κλειστά τα μάτια σε όλη την οικουμένη, έχοντας στο πλάι του τον Φώντα. Βάζει σε παραπάνω κίνδυνο τη ζωή του για να αισθάνεται ασφαλής. Είδαν πολλά τα μάτια του κι έζησε στην Αμερική, το θάνατο του παιδιού του και στην Αθήνα την αυτοκτονία της γυναίκας του. Ως απόμαχος ζει με τα λόγια του και παρακολουθεί ότι γίνεται γύρω του με αργά βήματα χωρίς να επιτρέπει στον εαυτό του να απογοητευτεί με όλα αυτά που συμβαίνουν και δεν συμβαίνουν. Είναι η περίοδος που κάηκε η Marfin και ο Απόλλωνας, είναι οι διαδηλώσεις, οι φωτιές, οι βόμβες κρότου και τα καπνογόνα- χημικά, είναι που στο Σύνταγμα φωνάζουν «Να καεί / να καεί / το μπουρδέλο η Βουλή». Είναι που η Ευτυχία βιώνει το χωρισμό της με τον Μέλιο και τον άλλο του εαυτό.
Είναι η πλωτή πατρίδα θαλασσινό και στεργιανό μυθιστόρημα. Ο έρωτας παίρνει δύναμη από την αδυναμία για να μη χάσει ο άνθρωπος τις ιδιότητές του, σε ένα κόσμο που κατακερματίζεται μέσα στην αποξένωσή του. Με αφετηρία τα τρέχοντα διατρέχοντα της ζωής η πλωτή πατρίδα ξανοίγεται στην ιστορία με κατάρτι και όπλο τη μνήμη, που αντιστέκεται στα κύματα, στη φθορά του χρόνου και σε κάθε μορφή εξουσίας.
Ένα μυθιστόρημα μετά την Αγία Μνήμη που υπερασπίζεται την πατρίδα, μη βουλιάξει στα απόνερά της και τον άνθρωπο μη χάσει τον εαυτό του και το όνομά του και γίνει αριθμός.
Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου:
Πέντε ἡ ὥρα ποὺ βραδιάζει. Οἱ διαδηλωτὲς στοὺς δρόμους. Τὰ πεζοδρόμια ξεχειλισμένα, νὰ κολυμπάει ἡ απόγνωση.
Χείλη σφιγμένα. Προπετάσματα κρότου λάμψης. Χώματα φερτὰ ἀπὸ ἀλλοῦ. Μετά; Ὁδοφράγματα, ἀναχώματα φτηνά, σπασμένες τζαμαρίες. Καὶ οἱ διαδηλωτὲς νὰ μὴ ξέρουν κατὰ ποῦ νὰ κάνουν.
Θάλασσα. Βάρα μὴ πάρει φωτιὰ ἡ θάλασσα... Παρασκευή. Πέντε ἡ ὥρα ποὺ βραδιάζει. Φρεντερίκο στὴν Πειραιῶς τὶ γυρεύεις; Ἀπὸ τὴ Κόρντοβα στὸ Γκάζι;
Ξεράθηκε ὁ ἀσβέστης. Μισογκρεμισμένοι οἱ τοῖχοι. Τὰ παραθύρια κλειστά. Μαράθηκαν τὰ λουλούδια, λέριασε τὸ λευκὸ σεντόνι. Νίκελ, γυαλὶ καὶ ὀξείδιο. Ἡ μνήμη δὲν σωπαίνει. Πάσα γῆ τάφος. Νὰ βγοῦμε απὸ τὰ μνήματα, Φρεντερίκο στὴν Πειραιῶς τὶ γυρεύεις;
Ἐρείπια παντοῦ. Πιὸ πολλά, αὐτὰ ποὺ δὲν φαίνονται. Φουγάρα σβηστά, δόντια σπασμένα. Κανόνια στραμένα στὸν οὐρανό, στόματα ξεδοντιασμένα. Χαμόγελα, πικρά, γαρούφαλα στὴν κάνη τοῦ κόσμου, ὅλη ἡ θλίψη, μιὰ λίμνη στεγνή. Φρεντερίκο στὴν Πειραιῶς τὶ γυρεύεις;