Κάποτε τυφλός τοίχος τα πέρατα υποδύθηκε. Τα πέρατα των περάτων. Ο τοίχος εκείνος, είπα, θα μπορούσε να είναι καθρέφτης. Αντικατέστησα τον τοίχο με έναν καθρέφτη, παραδόξως ακέραιο και τυφλό λόγω σκότους. Ο καθρέφτης ωστόσο θα μπορούσε να είναι θηλιά. Με λίγη φαντασία σίγουρα θα ήταν θηλιά πλεγμένη από κάνναβη σκοταδιού – δεν τόλμησα να το πω.
Αποφθεγματικός ως κατά το πλείστον, αλλά όχι αλαζών, εμφανώς ανθρωποκεντρικός, αλλά όχι κοινότοπος, συνειδητά ελλειπτικός, ο στίχος επιδιώκει να μας δείξει εδώ πώς μπορούμε να συνυπάρξουμε με τις σκιές του παρελθόντος σε όντως ισότιμη βάση. Δηλαδή: «Ο γιος της πέθανε κι εκείνη ζει / ή εκείνη πέθανε κι ο γιος της ζει / ή κι οι δυο πεθάναν και τα δέντρα κρώζουν / Ρουφά η νύχτα το πικρό τραγούδι». Τα νήματα είναι εν τέλει αρραγή: η ζωή συνίσταται κυρίως από ένα τιμαλφές υλικό μνήμης. >>>