Καταληκτικά θα έλεγα ότι ζήτημα πρωταρχίας μεταξύ του Κράτους Δικαίου και της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας δεν μπορεί να τίθεται. Δεν είναι χωρίς κινδύνους μια τέτοια μανιχαϊκή επιλογή, που οδηγεί σ’ ένα ανάλογο πολιτειακό δίλημμα. Και η θέση αυτή είναι προφανώς ανεξάρτητη από οποιαδήποτε κριτική που δικαιούται να έχει ο κάθε ενεργός πολίτης για τον τρόπο που λειτουργούν αυτοί οι δύο θεμελιακοί θεσμοί και υπηρετούνται οι υπερκείμενες αξίες (Δικαιοσύνη στην πρώτη περίπτωση και Λαϊκή Κυριαρχία στη δεύτερη). Αξίες με τις οποίες καθημερινά αναμετριέται, ως υποχρέωση συμμόρφωσης προς αυτές, η πολιτική πράξη. Μια διαφορετική απάντηση, υπέρ της πρωταρχίας του πρώτου, του Κράτους Δικαίου, ή της δεύτερης, της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας, διανοίγει οδό για άλλες ευχέρειες ανάμεσα στις οποίες αυταρχικές προθέσεις και σχεδιασμοί μπορούν να
καραδοκούν. Ή, ανεξαρτήτως των αρχικών προθέσεων, προς αυτήν την κατεύθυνση να υπάρξει κίνδυνος εξ αντικειμένου να εξελιχθούν. Και την πολυτέλεια τέτοιων «διασώσεων» δεν έχουμε. Ακόμα και όταν το δισύμετρο μιας απειλής όπως είναι η τρομοκρατία δείχνει να «δικαιολογεί» την υποχώρηση του Κράτους Δικαίου. Μόνο από την ισότιμη συνομιλία των δύο θεμελιακών θεσμών μπορεί να προσδιορισθεί, δικαιοπολιτικώς, το περιεχόμενο της επιβαλλόμενης απόφασης.