Θαύματα καλοραμμένα και λευκά, παραγγελία τελειωμένη στα μέτρα της ψυχής, αιωρούμενα και ερχόμενα, ανέγγιχτα ωστόσο και αφόρετα προς το παρόν, σε μια περίεργη αντιστροφή, αφού αυτά αφίχθησαν μα λείπουμε εμείς. Τα θαύματα που ευχόμασταν -ω του θαύματος- κατέφθασαν και εν αναμονή τελούν του σώματος που θα τα αναδείξει. Μόνο που το σώμα αυτό άλλοτε είμαστε εμείς κι η ακαθόριστη ύλη μας, άλλοτε το σώμα του κειμένου, κάποτε όμως και το σώμα μιας πατρίδας κυριολεκτικής και μεταφορικής, γενέτειρα και καταγωγή, απ’ την οποία αδικαιολόγητα ακόμα απουσιάζουμε.
Η παιδική ηλικία ανεβασμένη σε σκαμνάκι παίζει εξ αποστάσεως, ο Πόε συμπονά εκείνους που αγνοούν το Ελντοράντο, ένα σκιάχτρο χάνει το φωτοστέφανό του, ένας κλέφτης εξομολογείται πως κλέβει μόνο την αφή, ο Ιησούς απολύει τον άγγελο, η Σελανίκ υποδέχεται κι η Σαλονίκη καίγεται, ένας καπνοδοχοκαθαριστής, μια αρχαιολογία ιδιωτική και ένα γραφείο «Αγοράς Χρυσού» μας πληροφορούν ότι «εκβάλλει η τυφλότητα από βαθύ πηγάδι», οι δεύτερες σκέψεις πως «ό,τι δεν μας συναντά / αυτό στο τέλος / μας διασχίζει» και ο υαλικός δεκαπεντασύλλαβος μαζί με τον Παπαδιαμάντη πως «βεβαιότητα καμιά / σκοπό δεν το ’χει να μας χαριστεί / ολισθηρότητα καμιά / σκοπό δεν το ’χει να μας παρακάμψει». Αλλά και ποιήματα ποιητικής, γιατί νοσεί και νοσηλεύεται ο ποιητής μα παίρνει κάποτε εξιτήριο. Και τέλος μια μετά θάνατον αρχή σαν σχέδιο διάσωσης ή όπως λέμε:
«Χτυπώ τον χρόνο για να μπω / τη γυάλινή του συγκατάθεση γυρεύω».