Στο διπλανό δωμάτιο φαινόταν ένας μουσάτος κύριος σε γονατιστή στάση. Ήταν μισοντυμένος µε µια ολόλευκη ιατρική ρόμπα και από τον λαιμό του λικνιζόταν ένα στηθοσκόπιο. Έμοιαζε βέβαια µε γιατρό αυτός ο κύριος. Ο γιατρός –ας τον αποκαλέσουμε έτσι μέχρι αποδείξεως του αντιθέτου– αντί για παπούτσια φορούσε ένα ζευγάρι καταπράσινες σαγιονάρες µε ομοιόχρωμες χοντρές κάλτσες. Ταυτόχρονα είχε τη ρόμπα του φόρα παρτίδα ανοιχτή και από μέσα ήταν ολόγυμνος. Όρθια μπροστά στον γιατρό στεκόταν µια νεαρά ύπαρξη, που επίσης φορούσε λευκή ρόμπα. Έμοιαζε βέβαια µε νοσοκόμα – ας την αποκαλέσουμε κι αυτήν έτσι μέχρι αποδείξεως του αντιθέτου. Νομίζω ότι κάποιοι από εσάς θα έχετε μαντέψει ήδη τι ακριβώς έκαναν οι δυο τους σ’ αυτή τη στάση, αλλά επειδή απεχθάνομαι τα μασημένα λόγια θα το ξεκαθαρίσω. Ο γιατρός επιδιδόταν σ’ ένα γονατιστό, μεγαλειώδες, παθιάρικο και αρκούντως θορυβώδες–