Δύο κείμενα για την Ευρώπη, για τον κοινό ευρωπαϊκό πολιτισμό και για τις ομοιότητες που υπερβαίνουν κατά πολύ τις διαφορές μεταξύ των ευρωπαϊκών λαών.
Ο Στέφαν Τσβάιχ είναι ένας από τους πιονιέρους της ευρωπαϊκής ιδέας – και τα τελευταία χρόνια της ζωής του, εξόριστος στην Αγγλία, παρακολουθούσε, με φρίκη, τον καταποντισμό αυτής της ιδέας. Τα κείμενα αυτά, γραμμένα το 1932 και το 1934, είναι μια προειδοποίηση: ο εθνικισμός θα σκοτώσει τον ευρωπαϊκό πολιτισμό για τον οποίον θα έπρεπε να είμαστε υπερήφανοι. Ο Τσβάιχ, όπως φάνηκε κι από το τελευταίο του αριστούργημα Ο κόσμος του χθες, βίωσε τόσο τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο όσο και την άνοδο των ολοκληρωτισμών ως μια προσωπική τραγωδία. Και γι’ αυτό συνηγορεί, κάνει έκκληση, υπέρ της ευρωπαϊκής ενοποίησης – για την ειρήνη, για τη διατήρηση και την πρόοδο του ευρωπαϊκού πολιτισμού, για την «αποτοξίνωση» από το δηλητήριο του εθνικισμού. Τα κείμενα αντιστοιχούν τόσο στην εποχή μας ώστε μοιάζουν να έχουν γραφτεί σήμερα – και οι προτάσεις που κάνει ο μεγάλος Ευρωπαίος παραμένουν επίκαιρες, παραμένουν επιτακτικές.
Ο ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ
Ο Στέφαν Τσβάιχ γεννήθηκε το 1881 στη Βιέννη. Γόνος εύπορης εβραϊκής οικογένειας, σπούδασε φιλοσοφία και ταξίδεψε πολύ. Έγραψε ποίηση, νουβέλες, θεατρικά, δοκίμια, αλλά και πολλές βιογραφίες ιστορικών προσωπικοτήτων. Από το 1913, όταν δημοσίευσε την πρώτη του νουβέλα (Φλογερό μυστικό), έγινε από τους δημοφιλέστερους συγγραφείς στον κόσμο. Το 1934, λίγο μετά την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία στη γειτονική Γερμανία, και αφού τα βιβλία του είχαν γίνει στόχος της ναζιστικής προπαγάνδας, και το φιλοναζιστικό καθεστώς διέταζε έρευνες στο σπίτι του, εγκατέλειψε οριστικά την Αυστρία. Είχε υπάρξει πάντοτε ειρηνιστής και υπέρμαχος της ιδέας μιας ενωμένης Ευρώπης υπό κεντρική διακυβέρνηση.
Την ίδια περίοδο χωρίζει από την πρώτη του σύζυγο, τη Φριντερίκε, ενώ θα παντρευτεί λίγο αργότερα τη γραμματέας του, Λόττε Άλτμαν. Ζουν για μερικά χρόνια στην Αγγλία και το 1941 φεύγουν για τις ΗΠΑ και στη συνέχεια για τη Βραζιλία. Εγκαθίστανται στην Πετρόπολη, βόρεια του Ρίο ντε Τζανέιρο. Απελπισμένος από τον συνεχιζόμενο πόλεμο και την καταστροφή της Ευρώπης και του πολιτισμού της, αυτοκτονεί, μαζί με τη Λόττε, στις 23 Φεβρουαρίου 1942.