Η πρώτη προσέγγιση φέρνει τον αναγνώστη αντιμέτωπο με την ιστορική συγκυρία που διατρέχει το ποίημα, με τους ανθρώπους που περιφέρονται ψηλαφώντας ο ένας το χέρι του άλλου, με το μαρτύριο που κατάφερε να ενσταλάξει η λαδομπογιά σε ένα ζευγάρι κουρασμένα μάτια. Όμως ταυτόχρονα διαφαίνεται κάτι που υπερβαίνει τη συγκυρία αυτή. Είναι η αγωνία που γεννά η αμφιβολία για την ενότητα του ουρανού· ο κρότος της κατάρρευσης του κόσμου, οι αντίλαλοι που έπειτα ηχούν στο χρόνο: αυτό το διάτρητο από σιωπή θόρυβο προσπαθεί να αιχμαλωτίσει το κείμενο, παίρνοντας άλλοτε τη μορφή της περιγραφής και άλλοτε εκείνη του βιώματος, το οποίο με τη σειρά του ταλαντεύεται ανάμεσα στα πρόσωπα του ενικού και του πληθυντικού, αφού δεν μπορεί μόνο το άτομο να ανοίγεται στην κρίση όταν υποφέρει το όλον. Δεν θα υπήρχε αλλιώς ανάχωμα στην απελπισία.