Ότι ο χρόνος δεν ήταν συμβατικός το αντιλήφθηκα στη σ. 44 του βιβλίου. Ο Στέφαν, ο βοηθός του κυρίου Κλάιν, ο θυρωρός, ας πούμε, της πολυκατοικίας, εντοπίζει κάποιες περίεργες λεπτομέρειες στην πρώτη επικοινωνία που προσπαθεί να έχει με τη γυναίκα του. Απουσιάζει, ασυνήθιστο για την ώρα εκείνη, του απαντούν πρόσωπα που δεν γνωρίζει καν την ύπαρξή τους και, το κυριότερο, δεν μπορεί να είναι βέβαιος για το πόσες ώρες έχει να μιλήσει με την Κρίστυ ούτε και τι ώρα είναι ακριβώς. >>>
Ο χρόνος μετριέται με τα σημάδια του πάνω μας, με τις απώλειες και τη φθορά που γράφει στο σώμα και στη μνήμη. Αυτό το τέλος για τον ήρωα της ιστορίας, τον Στέφαν, θα έρχεται αργά, σε μια απροσδιοριστία του αληθινού και του φανταστικού. Η ιστορία ξεκινά με ένα ατύχημα, καθώς ο Στέφαν παρασύρεται από ένα μαύρο αυτοκίνητο στην προσπάθειά του να διασχίσει τον δρόμο για να προφτάσει το ραντεβού του με τον κύριο Κλάιν, ο οποίος του έχει υποσχεθεί θέση εργασίας. >>>