Η έκδοση αυτή πραγματοποιήθηκε με την ευκαιρία της ομώνυμης έκθεσης που διοργάνωσε το Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης στον εκθεσιακό χώρο του Μεγάρου Εϋνάρδου (14 Οκτωβρίου έως 3 Δεκεμβρίου 2016). Τα έργα που παρουσιάζονται (λάδια, ακουαρέλες και τέμπερες) αποτυπώνουν το τοπίο που ο καλλιτέχνης βλέπει από το παράθυρο του σπιτιού του στο Πετρί της Λέσβου. Τα έργα αυτά είναι αποτέλεσμα πολύχρονης δουλειάς που έγινε βήμα βήμα από το 2008 ως το 2015 και αποκαλύπτουν έναν άλλο Χρόνη Μπότσογλου, όχι τον ζωγράφο της ανθρώπινης μορφής, αλλά τον τοπιογράφο. Όπως σημειώνει η Μάρθα Χριστοφόγλου, στην περίπτωση του Μπότσογλου αυτή η στροφή ενός κατεξοχήν ανθρωποκεντρικού ζωγράφου προς την τοπιογραφία άργησε να πραγματοποιηθεί.
Ο ίδιος ο δημιουργός, στο βιβλίο του Το χρώμα της σπουδής (Αθήνα, 2005) ομολογεί: «Λέω, άμα γεράσω, όταν θα ’χω ξοφλήσει τα χρωστούμενα, χωρίς άλλη έγνοια θα κάτσω εδώ με ένα πολύ μεγάλο τελάρο για να ζωγραφίσω το βουνό. Λέω στα γεροντάματά μου θα ’χω τα μάτια για να μπορώ να δω τον κάμπο και το βουνό και τη θάλασσα. Θα ’χω κερδίσει τη σεμνότητα και την υπομονή για να δω τα δέντρα και τα σπαρτά να μεγαλώνουν». Ο Χρήστος Γ. Λάζος γράφει μεταξύ άλλων: «Για τον Χρόνη Μπότσογλου η ζωγραφική δεν είναι νατουραλιστική αναπαράσταση, είναι αναζήτηση και επινόηση της πραγματικότητας. Δεν ζωγραφίζει ό,τι ξέρει, ζωγραφίζει για να μάθει, για να κατανοήσει και για να εκφράσει τη δική του εμπειρία. […] Ο Χρόνης Μπότσογλου ζωγραφίζοντας το πραγματικό τοπίο δημιουργεί τον κόσμο μέσα στον οποίο κατοικεί και συγχρόνως σμιλεύει τον εαυτό του, φτιάχνει την ‘πραγματικότητα εικόνα’, δηλαδή την εικόνα που ενώνεται με την πραγματικότητα χωρίς να ταυτίζεται με αυτή. […] Το πορτρέτο του βουνού είναι η εικόνα που συλλαμβάνει και αποδίδει την ενότητα της μορφής του, τη φυσιογνωμία και το χαρακτήρα του, ό,τι το κάνει μοναδικό και ανεπανάληπτο. Και μαζί με αυτά είναι η σταθερή παρουσία του, η διάρκεια και η αλλαγή στο φως και το σκοτάδι κάθε ημέρας, κάθε εποχής. Είναι ο χρόνος που περνάει και το αλλάζει αργά και ανεπαίσθητα, ενώ το ίδιο κρατάει την ταυτότητα και το ύφος του. Είναι το μέγεθος, η δύναμη και οι ρίζες του. Είναι η αδιάκοπη συνέχεια της ατέρμονος ζωής του που το κάνει τόπο κατοικίας για ανθρώπους, ζώα και φυτά. Αν, λοιπόν, ζωγραφίζοντας το πορτρέτο του βουνού συγχρόνως σμίλευε το δικό του ύφος –αυτό που θα φανέρωνε την ιδιοτυπία του προσώπου του- και δημιουργούσε έναν κόσμο με το περιεχόμενο και το νόημα που θα του έδινε ο ίδιος, τότε το πορτρέτο του βουνού θα ήταν κομμάτι του κόσμου του και θα λειτουργούσε πράγματι ως προσωπογραφία του».