Στην ποιητική συλλογή επιχειρείται ένας διάλογος μεταξύ της 3ης γενιάς (85 ετών), η οποία έχει αποδεχτεί το ότι οδεύει προς τη δύση και της νέας γενιάς (25 ετών), η οποία αναγνωρίζεται ως ανατέλλουσα.
Η φωνή του νέου δεν ακούγεται μέσα στην ποιητική συλλογή μα συμπεραίνεται από τις εξιστορήσεις-ποιήματα του γέρου.
Μια αόρατη κλωστή διαπερνά ολόκληρο το βιβλίο, είναι το ιδιαίτερο εκείνο είδος αγάπης που γεννιέται μαζί με το εγγόνι. Μέσ’ από αυτό το πρίσμα πασχίζει ο γέρος, καταθέτοντας την ψυχή του, να καταδείξει σε ποια ακριβώς σημεία του μονοπατιού της ζωής παραφυλάνε Σειρήνες. Δεν έχει, όμως, την πρόθεση να προτείνει στο νέο να τις αποφύγει, να αποφύγει να κάνει λάθη, αλλά να του δείξει το σωστό τρόπο να τα κάνει.
Έτσι ο γέρος εξομολογούμενος, αυτοσαρκαζόμενος, αναθεωρητικός εξοπλίζει τη νέα γενιά με τα στέρεα πατήματα της εμπειρίας του κι ένα «δρεπάνι». Με τον τρόπο αυτό εκπληρώνει όλες του τις υποχρεώσεις και νιώθει έτοιμος να τραβήξει την κουρτίνα.