Οι πληθυσμιακές μετακινήσεις και τα μεγάλα μεταναστευτικά ρεύματα δεν εγκαινιάστηκαν τον 20ό αιώνα. Ωστόσο, τον αιώνα αυτό η μεταπολεμική μετακίνηση εβραϊκών πληθυσμών για πρώτη φορά δεν είχε τον χαρακτήρα της ακούσιας διασποράς, αλλά της μεθοδευμένης πολιτικής κίνησης με στόχο ένα είδος επαναπατρισμού στην ιστορική κοιτίδα τους, την Παλαιστίνη.
Με τη λήξη του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου, οι δυνάμεις της Βρετανίας που κηδεμονεύουν την Παλαιστίνη πολιορκούνται από κύματα χιλιάδων Εβραίων προσφύγων. Πρόκειται κυρίως για επιζώντες του Ολοκαυτώματος, οι οποίοι καταφτάνουν στην περιοχή που θεωρούν ιστορική κοιτίδα τους προσδοκώντας να ξαναρχίσουν τη ζωή τους σ’ αυτή με ασφάλεια.
Αδύναμοι να αντιμετωπίσουν τα πολιτικά αδιέξοδα που οι ίδιοι είχαν δημιουργήσει προπολεμικά, οι Βρετανοί τους μεταχειρίζονται ως παράνομους μετανάστες και τους εκτοπίζουν στο γειτονικό νησί της Κύπρου, τη στιγμή ακριβώς που το αλυτρωτικό κίνημα των Ελλήνων του νησιού αναζωπυρώνεται εκ νέου.
Στην Κύπρο, οι Εβραίοι πρόσφυγες θα περιοριστούν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης για δυόμισι περίπου χρόνια (Αύγουστος 1946 - Φεβρουάριος 1949), μέχρι που η ίδρυση και η εδραίωση του κράτους του Ισραήλ θα καταστήσει άνευ νοήματος την κράτησή τους και θα νομιμοποιήσει την είσοδό τους σ’ αυτό ως πολίτες του.
Στηριγμένο σε δημοσιεύματα του ελληνοκυπριακού Τύπου της εποχής, το βιβλίο αποτυπώνει αυτήν ακριβώς τη στιγμή σύγκλισης της κυπριακής και της εβραϊκής ιστορίας η οποία άφησε και στους δύο λαούς μνήμες ανθρωπιάς και αλληλεγγύης.
Η Βασιλική Σελιώτη κατάγεται από την Κόρινθο. Σπούδασε Φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων και στη συνέχεια μετοίκησε στην Κύπρο όπου διορίστηκε στη Μέση Εκπαίδευση. Εκπόνησε σειρά βιβλίων για τον εκπαιδευτικό σχετικά με τη λογοτεχνία και ακολούθως εργάστηκε για τη δημιουργία των νέων Αναλυτικών Προγραμμάτων, στο πλαίσιο της κυπριακής εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης. Ασχολήθηκε ιδιαίτερα με το Αναλυτικό Πρόγραμμα της Λογοτεχνίας και είναι μέλος της συντακτικής επιτροπής των νέων σχολικών εγχειριδίων λογοτεχνίας για τη δημόσια εκπαίδευση.