«Τα χαράματα γυρίσανε και οι άλλοι. “Δεν αφήσαμε σπιθαμή για σπιθαμή. Τίποτα”. Και με το τίποτα, ένας βγήκε μπροστά κι έβγαλε από την τσέπη του το κίτρινο σκουφάκι της: “Μόνο αυτό, στα κλαδιά”, και περίμενε να κάνω τις παλάμες μου φωλιά να το ακουμπήσει, μην και μαγαριστεί αν παράπεφτε αλλού. Είχα διαλέξει τα κουβάρια από την πόλη, εγγλέζικο μοχέρ ξεκαθάρισε η πωλήτρια, λες κι εγώ ήξερα απ’ αυτά, μάλλον για να δικαιολογήσει την τιμή, κι έπλεκα βράδυ, όταν κοιμόταν, για να της κάνω έκπληξη. Δεν θα ξεχάσω με τι καμάρι το φόρεσε, ζεστό ακόμα από τα δάχτυλά μου. Από τότε δεν το αποχωριζόταν. Ακόμα και το κατακαλόκαιρο, έσκαγε ο τζίτζικας κι αυτή εκεί, έχωνε το κίτρινο σκουφί στη τσέπη της και χανόταν. Ένιωσα στο μάγουλό μου την υγρασία του φιλιού της από τη μέρα που της το δώρισα, και μετά δε θυμάμαι τι έγινε, γιατί όταν συνήλθα ήμουν ξαπλωμένη στον καναπέ, μου τρίβανε τα χέρια με οινόπνευμα και με το ζόρι μού σήκωναν το κεφάλι να πιω κάτι, δεν ξέρω να σου πω τι, πως θα μου κάνει καλό.»