Τίποτα ονομάζω εγώ το άπειρο σύμπαν, αν
Δεν έχω εσένα ρόδο μου, που εντός του είσαι το παν.
Μάρανε εσύ τον Θάνατο που τους θνητούς μαραίνει,
Κι έτσι αν πεθάνει ο Θάνατος, κανείς δεν θα πεθάνει.
Κι αν αρέσε η Μούσα μου στου αιώνα μας τη λόξα,
Δική μου ας είναι η κούραση, δική σου ας είν` η δόξα.
Και τότε μαύρο θα ορκιστώ πως είναι και το κάλλος,
Μόνο το χρώμα σου όμορφο κι άσχημος κάθε άλλος.
Όχι, η συνείδηση αν την πω "αγάπη" δεν με τύπτει:
Αφού η αγάπη μου γι` αυτήν εγείρεται και πίπτει
Κι όμως φοβάμαι θα κλαπείς ακόμα κι από `δω
Μέχρι κι η πίστη θα `κλεβε τέτοιο έπαθλο ακριβό.
Μέχρι λοιπόν να σ` αναστήσει η Δίκη αυτή κι εσένα,
Ζεις μέσα εδώ και κατοικείς στων εραστών το βλέμμα.
Κι αυτόν σα μιαν επιτομή η Φύση έχει φυλάξει,
Στην ψεύτρα Τέχνη, του άλλοτε το κάλλος να διδάξει.
Φυλάξου απ` τα προνόμιά σου αγάπη: αδέξιο χέρι
Κάνει να χάσει την αιχμή το πιο σκληρό μαχαίρι.
Κι εσύ το μνημείο σου θα βρεις, όταν τυράννων
Λοφία και τάφοι μπρούντζινοι τη λάμψη του θα χάνουν.