«Η κουρούνα διέσχισε τον ουρανό, χτυπώντας αργά τα φτερά της. Ταπ, ταπ, ταπ. Ήταν νύχτα, δεν είχε ακόμα ξημερώσει, και με τα κατάμαυρα φτερά μπορούσε να πετάει στον αέρα αόρατη, πάνω από τα τείχη της πόλης.
»Υπήρχαν εφτά πύλες συνολικά. Η συγκεκριμένη κουρούνα κούρνιασε πάνω στην έβδομη, ιδανικό μέρος για μια κουρούνα. Είχε την καλύτερη θέα του πεδίου της μάχης. Η μάχη που μόλις είχε λάβει τέλος ήταν με διαφορά η χειρότερη…
»Ο καπνός από τις χτεσινοβραδινές φωτιές σκόρπιζε εκεί κάτω, εκεί που οι ακόμα-ζωντανοί είχαν θάψει και κάψει τους νεκρούς τους. >>>