Ένας αλλιώτικος Βασιλιάς, καλόκαρδος, ειρηνικός και σοφός, χωρίς παλάτια και χρυσάφια, δίχως όπλα και σπαθιά, βασιλεύει στην Ονειρούπολη! Μονάχο του βιος μια βρύση μαγική, που σταλάζει φως, χαρά, αγάπη κι ό,τι άλλο λαχταρά η ψυχή μικρών και μεγάλων!
Κάθε σούρουπο, ο Βασιλιάς ανοίγει τη βρύση του μ’ ένα κλειδάκι και τα Όνειρα γεμίζουν τα τάσια τους με τα υπέροχα υλικά της.
Μια μέρα έρχεται στην Ονειρούπολη ένας μαύρος καβαλάρης και ζητά από τον Βασιλιά το κλειδί της βρύσης. Εκείνος αρνείται να του το παραδώσει. Προσπαθεί επί τρία μερόνυχτα να μαλακώσει την ψυχή, να αλλάξει τη βουλή του ξένου. Με ποιο τρόπο;
Τον κερνά μέλι και γάλα!
Τον ψυχαγωγεί με το κελάηδημα των αηδονιών και με τον χορό των πουλιών.
Του κάκου όμως! Έτσι…
Γλυκός και τρυφερός, ποιητικός και σοφός «ο Βασιλιάς των Ονείρων» εξηγεί στα παιδιά γιατί ο ύπνος τους δεν είναι όλα τα βράδια γεμάτος με όνειρα και γιατί τα όνειρά τους άλλοτε είναι όμορφα και γλυκά κι άλλοτε άσχημα και πικρά. Τους μαθαίνει, ακόμα, πως ο κόσμος μας δεν είναι μονοσήμαντος. Πως μέσα του υπάρχει το καλό και το κακό που αντιμάχονται.
Και πως η μάχη ανάμεσά τους είναι αέναη!