Ο Στέφανος Σαχλίκης ήταν ένας Έλληνας ποιητής ή καλύτερα στιχουργός, που έζησε στο δεύτερο μισό του 14ου αιώνα στην πόλη και στο διαμέρισμα του Χάνδακα στη βενετοκρατούμενη Κρήτη. Ο Σαχλίκης ήταν πρόσωπο της άρχουσας τάξης, ένας από εκείνους που επέζησαν από τη φοβερή επιδημία πανούκλας, από τους λίγους που βρέθηκαν ξαφνικά πλούσιοι σε έναν κόσμο που είχε χάσει τον προσανατολισμό του, και που η μόνη του σιγουριά ήταν ο φρικαλέος θάνατος. Η ακατάσχετη τάση του να γευθεί όλες τις απολαύσεις της ζωής που του πρόσφερε η πόλη, που μας την ζωντανεύει τόσο γραφικά και παραστατικά με τους στίχους του, δεν ήταν ίσως παρά μια αντίδραση στην αγωνιώδη αβεβαιότητα των καιρών, στο διαρκώς παρόν δέος του θανάτου, που σημάδευαν τον ψυχισμό των ανθρώπων που επέζησαν από το μεγάλο θανατικό. Ο Κρητικός στιχουργός είναι ο πιο απερίφραστα περιγραφικός, ο θριαμβευτικότερα άσεμνος, ο χωρίς καμιά φραστική αναστολή καταγραφέας της ευθυμίας, της ανεμελιάς και της ελευθεριότητας του καιρού του και του τόπου του, σε τόνους πολύ πιο εκκωφαντικούς από οποιονδήποτε χρονικογράφο που περιγράφει και στιγματίζει τα ήθη της εποχής εκείνης στην Ευρώπη. Η σάτιρα του Σαχλίκη εκπορεύεται από προσωπικές πικρές εμπειρίες και κατευθύνεται, διεισδυτικά αλλά εγωιστικά, ενάντια σε κοινωνικές ομάδες ή πρόσωπα που τον δυσκόλεψαν ή του κατέστρεψαν τη ζωή ή, που για διάφορους λόγους, του είχαν δημιουργήσει προσωπικές αντιπάθειες. Η περίπτωση του Σαχλίκη παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον όχι μόνον επειδή ήταν ο πρώτος επώνυμος Νεοέλληνας στιχουργός που είχε την πρωτοβουλία να εισαγάγει την ομοιοκαταληξία στον ελληνικό στίχο, αλλά και επειδή ήταν χωρίς άλλο και ένας ευφυής και πρωτότυπος δημιουργός, γνώστης της βυζαντινής και της δυτικής λογοτεχνίας του καιρού του και ικανός να αναδιαμορφώνει προς το ευρηματικότερο, να διευρύνει και να εμπλουτίζει ό,τι δανειζόταν.