Η απόφαση του δικαστηρίου ήταν βαριά σαν καταπέλτης. «Για ανθρωποκτονία εκ προθέσεως: Ένοχος!». «Για βιασμό: Ένοχος!». «Για κατοχή και εμπορία ναρκωτικών: Ένοχος!». Η ποινή; Καταδίκη εις θάνατον. «Να θεωρείτε κύριε τον εαυτό σας τυχερό, που σας γλιτώσαμε απ’ το λιντσάρισμα των συγγενών. Τουλάχιστον θα αποδημήσετε εις Κύριον αξιοπρεπώς και όχι σαν το σκυλί, αν και θα σας άξιζε εδώ που τα λέμε», ήταν τα τελευταία λόγια του δικαστή.
Σκέφτηκα πολλές φορές να σηκωθώ όρθιος μες το δικαστήριο και να φωνάξω μπροστά σε όλους: «Είμαι αθώος!» να φωνάξω με όλη τη δύναμη της ψυχής μου πως δεν έκανα εγώ αυτό το έγκλημα· πως το φόρτωσαν σε λάθος άνθρωπο· πως δεν γνωρίζω απολύτως τίποτα. Δεν το έκανα όμως. Όχι μόνο γιατί δεν θα κατάφερνα να αλλάξω κάτι, αλλά κυρίως επειδή θα έπεφτα ακόμα χαμηλότερα απ’ όσο είχα ήδη πέσει.