Σαν θάλασσα τις νύχτες έμπαινες στο σώμα μου. Σαν παλίρροια με ταξίδευες νύχτες ολόγιομες. Ερμητικά του κορμιού σου τα κύματα πότιζαν ζωή τις άνυδρες αμμουδιές μου. Κάθε χάραμα μας έβρισκε σε άλλη στεριά μεθυσμένους, ζαλισμένους, και ο αποσπερίτης έσταζε χαμόγελα στην πρώτη πνοή του προσδοκώμενου.