Υπάρχουν δυο ειδών συγγραφείς καινοτόμοι: εκείνοι που φέρνουν κάτι το καινούριο – το καινούριο παλιώνει. Και υπάρχουν εκείνοι που φέρνουν κάτι το ανεπανάληπτο – απ’ αυτούς ο Τσέχωφ.
Η εποχή μας αγωνίζεται με ζήλο για το καινούριο – αυτό της έχει γίνει ψύχωση. Δεν είναι όμως απόλυτα βέβαιο και πως έχει νιώσει τη διαφορά του και από το ανεπανάληπτο. Ανεπανάληπτο στην τέχνη είναι όχι απλά ένας «τρόπος», αλλά κάτι το αναφαίρετα προσωπικό, μια μελωδία που δεν μεταφέρεται σε άλλο όργανο. Αν ο Τσέχωφ είχε φέρει στο θέατρο μια πρωτόφαντη τεχνοτροπία, σήμερα θα είχε πάρει θέση στο σκονισμένο ράφι της Ιστορίας. Με τον συγγραφέα όμως του Βυσσινόκηπου συμβαίνει κάτι το ανεξήγητο: Τα έργα του είναι συνταιριασμένα με εκείνη τη ρωσική μερίδα που λιμνάζει, βουλιάζει παραδομένη στη μακάρια έκλυση της κάθε παρακμής. Από τέτοιες συνθήκες θα έπρεπε να προκύψουν έργα ηθογραφικά, ποτισμένα με τη χρυσόσκονη του γραφικού. Αντί γι’ αυτό, βγήκαν έργα όλο σάρκα και χυμό, αντοχή ψυχής, διαποτισμένα από μια γοητεία ώς τότε ανήκουστη.