«Η Λουκία διαμαρτύρεται συνέχεια που έχω ανοιχτό το παράθυρο. Είναι, λέει, χειμώνας και κρυώνει. Κι εγώ κρυώνω. Μα υπομένω. Προσπαθώ να αντέξω το κρύο και τη μοναξιά. Και αναζητώ με λαχτάρα ένα φτερούγισμά σου. Εκείνη όλο μου φωνάζει να το κλείσω. Αρνούμαι να κλείσω την ψυχή μου. Αν έρθεις εσύ και βρεις κλειστά, θα θυμώσεις μαζί μου και δε θα θέλεις να ξανάρθεις. Ορθάνοιχτη θα σ’ την έχω, Αγησίλαε! Διάπλατα ανοιχτή για σένα. Κι ας πουντιάζω. Για να έρχεσαι όποτε θέλεις. Ελεύθερα να μπαίνεις και να βγαίνεις».
Η Χαρίκλεια, η χήρα του Αγησίλαου, φαντάζεται πως η ψυχή του μακαρίτη την επισκέπτεται με μορφή πουλιού. Γι’ αυτό ανοίγει συχνά το τζάμι του παραθύρου της. Η ξαδέρφη και συγκάτοικός της, η Λουκία, προσπαθεί να την στηρίξει ψυχολογικά. Ένας ψήστης φλερτάρει την όμορφη χήρα. Μα εκείνη Αρνείται να ξεπέσει κοινωνικά.
Ανθρώπινες σχέσεις, ισορροπίες, φιλοδοξίες, χιούμορ, συναίσθημα. Όλα δένουν όμορφα και αναδίνουν ένα άρωμα φρεσκάδας στο νέο μυθιστόρημα του Βασίλη Γεργατσούλη.