«Κείνοι που έζησαν την ποιμενική ζωή φεύγουν ένας-ένας και η ζωντανή μαρτυρία τους χάνεται. Στις μνήμες των ζωντανών έσκυψα. Ακούμπησα με αγάπη και πόνο το αφτί μου στις καρδιές τους, εκεί που κρατούν τις θύμησες, όπως στο εικονοστάσι τα βάγια και τα στέφανα».
Από τέτοιους αυτόπτες μάρτυρες πήρα το υλικό που χρειαζόμουν για να γράψω τούτο το «μυθιστόρημα», με μοναδική έγνοια να συμβάλω στην εικόνα ενός κόσμου που χάνεται για πάντα. Να μην ξεχνούν οι παλαιοί, να βγάλουν σωστή κρίση οι νέοι.
Ο συγγραφέας αναδεικνύει το ύφος και το ήθος της ζωής του Έλληνα τσομπάνου έτσι όπως ο ίδιος εκφράζεται μέσα από τις πολλαπλές εκδηλώσεις του. Τον τρόπο ζωής και σκέψης του απλού λαϊκού ανθρώπου και πώς αυτή συνδέεται άρρηκτα με το χώρο και το είδος της δουλειάς, δουλειά επιβίωσης και όχι κέρδους. Το γλωσσικό ύφος κινείται εσκεμμένα ανάμεσα σ’ αυτό του γραμματιζούμενου κι αυτό του λαϊκού ανθρώπου, έτσι ώστε ο αναγνώστης άλλοτε να ακούει τον γραμματιζούμενο να περιγράφει και να αφηγείται κι άλλοτε να «ζουμάρει» στο λόγο του απλού ανθρώπου.
Παρακαλώ, συμπληρώστε το email σας και πατήστε αποστολή.