Το βιβλίο αυτό έρχεται να συμβάλει στην κοινωνικά αναγκαία διαπραγμάτευση των απόψεων όλων μας για τη διδασκαλία και τη μάθηση. Ο συγγραφέας διαπραγματεύεται τον ορισμό της μάθησης και ερευνά τα χαρακτηριστικά της, εστιάζοντας στα επιστημολογικά προβλήματα που παρουσιάζουν οι κυρίαρχες θεωρίες και στις συνακόλουθες αρνητικές επιπτώσεις τους στις οργανωμένες μαθησιακές πρακτικές.
Ποιες είναι οι κοινές, καθημερινές αντιλήψεις που έχουμε για τη μάθηση και πώς αυτές συνδέονται με τις κυρίαρχες επιστημονικές θεωρίες μάθησης; Πώς κατανοούν οι θεωρίες αυτές την κοινωνία, το μαθητευόμενο υποκείμενο αλλά και τη διδασκαλία; Γιατί τείνουμε να ταυτίζουμε τη μάθηση με τη διδασκαλία και να την περιορίζουμε στο σχολικό πλαίσιο; Γιατί η μάθηση θεωρείται συνήθως ως μια κατεξοχήν ψυχολογική διεργασία που αφορά το «άτομο»; Τι είδους θεώρηση μπορεί να μας βοηθήσει να διευρύνουμε τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε και πλαισιώνουμε το φαινόμενο της μάθησης;
Τέτοια ερωτήματα επιδιώκει να διερευνήσει και να απαντήσει εν συντομία το παρόν βιβλίο. Πολύ περισσότερο, όμως, επιδιώκει να προτρέψει τους αναγνώστες και τις αναγνώστριες να αναστοχαστούν κριτικά πάνω στις συνήθεις - καθημερινές και επιστημονικές - αντιλήψεις μας για τη μάθηση και τα κενά αυτών καθώς και να επιχειρήσουν ένα νέο τρόπο θεώρησης του φαινομένου λαμβάνοντας υπόψη τις αντιφατικές κοινωνικές διεργασίες μέσα στις οποίες τα υποκείμενα (καλούνται να) μαθαίνουν.
Είναι γεγονός πως ένα από τα συνηθισμένα προβλήματα δραστήριων και μάχιμων εκπαιδευτικών είναι η δυσκολία να κάνουν πλειοψηφική στην κοινωνία τη δική τους παιδαγωγική προσέγγιση που προκύπτει από τη σχολική εμπειρία και πράξη. Σε πολλές περιπτώσεις, μεμονωμένοι εκπαιδευτικοί και σχολεία αποδεικνύουν την αποτελεσματικότητα της διαφορετικής προσέγγισης, αλλά η προσήλωση των ιθυνόντων της εκπαίδευσης στις κυρίαρχες θεωρίες για τη φύση των διαδικασιών «διδασκαλίας και μάθησης» καθιστούν δύσκολη την ενσωμάτωση μιας νέας παιδαγωγικής.
Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει στην εισαγωγή του βιβλίου ο Γιώργος Τσιάκαλος, «σ’ αυτό το γεγονός οφείλεται, άλλωστε, η δυσκολία να γίνει πραγματικότητα το κοινωνικό όραμα ενός δημοκρατικού και ανθρώπινου σχολείου, δηλαδή ενός σχολείου όπου φοιτούν μαζί όλα τα παιδιά –ανεξάρτητα από οποιαδήποτε ιδιαιτερότητα μπορεί να έχουν– και όλα τα παιδιά αποκτούν όλα τα εφόδια που χαρακτηρίζουν έναν μορφωμένο άνθρωπο.».
Ο Αθανάσιος Μαρβάκης είναι αναπληρωτής καθηγητής κλινικής κοινωνικής ψυχολογίας στο Παιδαγωγικό Τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης του Α.Π.Θ.