«ΕΩΣ ΟΤΟΥ ΟΛΑ ΝΑ ΣΒΗΣΟΥΝ»:
Διότι πάλι δεν θα `μαι
στις λεύκες το άφθαρτο ασήμι,
χυμένη γύρη στο λεπτό δάκρυ της μέρας.
Δεν θα `μαι του δειλινού η αγκαλιά,
η αυλή στο ξέπλυμα της σκόνης,
τα χέρια μου που ξύπναγαν τις ρίζες να χορεύουν.
Να μεγαλώνει πρέπει η χαρά των άλλων,
να μεγαλώνει η χαρά μου ωσότου
φτάσει το γέλιο ως την νύχτα της μητέρας
και στο σκοτάδι η ανάσα μου επιστρέψει
άγγιγμα των χεριών της.
Διότι πάλι δεν θα `μαι λάμψη χάδι των νερών,
ρήγμα στο σώμα κι απροσδόκητη φωνή,
ο ήχος, η απόκρισή του.
Δεν θα `μαι η αόρατη σκέπη του ύπνου
στα μαύρα πέταλα το βράδυ, η τρυφερή ματιά
κισσός στα χέρια, στον λαιμό
της πιο λευκής ημέρας.
Να μεγαλώνει πρέπει η χαρά των άλλων,
να μεγαλώνει η χαρά μου ωσότου
ανοίξω χώρο μες στην νύχτα και για μένα
κι ο ίσκιος που στο φως τώρα με βρέχει
γίνει παιχνίδι σε καμένο μεσημέρι.