Το βράδυ της Παραμονής των Χριστουγέννων, ο Αρμάνδος είχε φορέσει τη μακριά του ρόμπα και τις γούνινες παντόφλες. Δεν είχε καμιά διάθεση να πάει στην εκκλησία, κι ούτε σκόπευε, φυσικά, να δει κάποιο φίλο. Του άρεσε που θα έμενε μόνος στο σπίτι του, στη ζέστη και στην ησυχία του. Έξαφνα, άκουσε κάποιον να του χτυπάει την πόρτα.