. . . Ανακάθισε με κομμένη την ανάσα. Δεν πίστευε σ’ ό,τι έβλεπε! Η καλή του, που τόσο τη λαχτάρησε απόψε, τον ανταμείβει τόσο πλουσιοπάροχα! Βλέπει το κορμί της γυμνό, σκεπασμένο με τον καταρράκτη των μαλλιών της, ύστερα ξέσκεπο. . . Είναι μεσάνυχτα. . . Θα ‘ναι φάντασμα. Η ανάσα του γίνηκε πιο γρήγορη. Ανοιγόκλεισε τα μάτια. Δεν κάνει λάθος. Είναι εκείνη, σε όλη τη μεγαλοπρέπεια της γυμνής ομορφιάς της. Τα μελίγγια του χτυπούσαν δυνατά. «Έλα!. . .» μουρμούρισε σαν υπνωτισμένος.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]