Επτά το απόγευμα και Ιούνης. Μοιάζει ξημέρωμα και φθινόπωρο.
Τη χθεσινή νύχτα έβρεξε. Δρόσισαν τα χ(ρ)ώματα. Ο αέρας καθαρός, σχεδόν εισαγόμενος. Μυρίζει Λυών. Μυρίζει πάνω κάτω βόλτες στον Ροδανό. Οι μεγαλύτερες ομορφιές μιας πόλης αράζουν στις αποβάθρες της. Έτσι κάναμε κι εμείς. Ξαπλώναμε στα τεχνητά γρασίδια, ανάσκελα με τα χέρια ανοιχτά κι αγκαλιάζαμε. Πότε τον ουρανό, πότεο ένας τον άλλο.
Όλες οι μέρες κοντά στο ποτάμι θυμίζουν Κυριακή. Όχι εκείνη τη μελαγχολική των εφηβικών σου χρόνων. Την άλλη, την καινούργια. Εκείνη που την περπατάς χέρι χέρι. Που ταΐζεις το αγαπημένο σου
στόμα μπάλες παγωτό. Που βάζεις ηλίθια στοιχήματα και γελάς όταν
τα χάνεις. Γιατί πάντα χάνεις, αλλά τι πειράζει; Αφού πάλι κερδίζεις στην αγκαλιά. [...]
Η Στέργια Κάββαλου στα διηγήματά της, όπως ακριβώς και στις ποιητικές της συλλογές, δρα συνειδητά ενάντια στην αναγνωστική ανία.
Ο Ιησούς από το Μπέβερλι Χιλς, ο Gramsci στις σαπουνάδες του Συντάγματος και μια νύφη που βουρτσίζει τα δόντια της με αντηλιακό. Η φρουτόκρεμα του Σούπερμαν, μια δυστυχισμένη Μόνα Λίζα και οι λεμονιές που πάγωσαν στην αυλή του παππού.
Δεκαοκτώ φαμιλιάλ ιστορίες αναμνηστικής και μελλούμενης ενηλικίωσης.
Φαμιλιάλ όπως λέμε οικογενειακός. Όπως λέμε οικείοςποίησης