- Σαν σκυλί πήγε, έλεγε η μητέρα μου και δάκρυζε πάντα. Ώσπου έκλεισε τα δακρυσμένα μάτια της. Σαν σκυλί, έλεγα και εγώ όσο εκείνη ζούσε. Σαν σκυλί, είπα και μετά το θάνατο της μητέρας, μπροστά στην πολυθρόνα της τραπεζαρίας όπου εκείνη καθόταν και κεντούσε. Το είπα για να βεβαιωθώ πως θα το άκουγα χωρίς να το ακούσω από εκείνη.
Αναφέρεται στον θάνατο του πατέρα τού αφηγητή (προφανώς ταυτίζεται με το ιστορικό πρόσωπο του Διονύση Δρακονταειδή που εκτελέστηκε το 1944, στις εμφυλιοπολεμικές διαμάχες πριν από τον Εμφύλιο), έναν θάνατο, ο οποίος στοιχειώνει το κείμενο και δίνει το έναυσμα για τις ψυχολογικές συνέπειες που καταγράφονται εν είδει αλληγορίας. Ο συγγραφέας προχωρά το όλο λογοπαίγνιο παραπέρα: ο αφηγητής απευθύνεται σε έναν Εκπαιδευτή να τον μάθει να γίνει σκύλος! Έτσι, υφίσταται την τετράποδη κίνηση, την ανυπέρβλητη υπακοή, τη μετουσίωσή του σε ένα εκπαιδευμένο οικόσιτο ζώο. >>>