Μοίρα.Τραβάει μια γραμμούλα ψιλή ψιλή. Ίσα που φαίνεται Ένα μικρό βηματάκι να κάνεις προς τη μια πλευρά, τη μετακίνησες. Πάει πια. Μπήκες στην άλλη πλευρά του χρόνου.
Πάνω στα βουνά της Δίκτης, στα κουρνιασμένα χωριά του οροπεδίου, η Ζαμπία και η Ελένη Σηφάκη δίδυμες. Ένας άνθρωπος κομμένος στα δύο. Έναν πόδα η μία ένα πόδα η άλλη. Ένα μάτι η μία ένα μάτι η άλλη. Ανάμεσά τους ο Δημητρός Δοξαστάκης ο Πατριώτης .Περπάτησε δέκα χρόνια σε όλα τα βουνά της Ελλάδας. Μέσα σε όλους τους πολέμους που θα φερναν το λυτρωμό της Κρήτης. Κι όταν ο πόλεμος τέλεψε πια για αυτόν, ακολούθησε το Γιωργή Σηφάκη συμπολεμιστή και φίλο του από του πολέμου τα χρόνια, στα χώματά του. Έφαγε ένα κομμάτι μήλο από τη μηλιά των Σηφάκηδων .Μεταλαβιά. Έκανε ένα βήμα στο χωριό Μαγουλά και χώθηκε στη ζήση του.
Τι μπορεί να σβήσει τη μυρωδιά του θανάτου που τον ακολουθεί; Ποιος είναι ο έρωτας, αυτός ο νικητής της ζωής; Αυτός που τον έκανε να χάσει τον τόπο και τον χρόνο μέσα του. Τότε που νίκησε τον θάνατο. Και αν οι μοίρες των ανθρώπων κληρονομούνται ;Είναι πολλά αυτά που ξέρουμε και αυτά που δεν ξέρουμε ,και που ζουν κι αυτά γύρω μας. Πόσο κομμάτι μοίρας χάραξε τη ζωή της Αριάδνης Δοξαστάκη; Πόσους εαυτούς κρύβουμε;
Άραγε πόσες ζωές ζουν μαζί με μας; Διπλές ζωές. Σαν μία.