Η διερεύνηση των συνεπειών της καθημερινής φθοράς στην υγεία όσων εργάζονται σε έντονα συγκρουσιακό, «αντισυναδελφικό» περιβάλλον βρίσκεται τις τελευταίες δύο δεκαετίες διεθνώς στο επίκεντρο εκτεταμένων ερευνών και ζωηρών επιστημονικών συζητήσεων, τα αποτελέσματα των οποίων επέφεραν τη ραγδαία μεταβολή των συνειδήσεων ως προς τη σημασία της αρμονικής συνύπαρξης στην εργασία. Συμπεριφορές και καταστάσεις γνωστές από το παρελθόν, οι οποίες αντιμετωπίζονταν ως δομικές, δυσάρεστες μεν αλλά αναπόφευκτες «παρενέργειες της εργασιακής καθημερινότητας», επανεκτιμήθηκαν ως επικίνδυνη για την υγεία των εργαζομένων κοινωνική παθολογία και προσέλαβαν έτσι νέες διαστάσεις. Τα όρια των κοινωνικά πρόσφορων ή ανεκτών και κατά κανόνα αδιάφορων για το δίκαιο μικροσυγκρούσεων στον χώρο εργασίας επανακαθορίστηκαν με την βοήθεια του όρου “Mobbing”, με τον οποίο αποδίδεται η σοβαρή διακινδύνευσης της υγείας μέσω του βίαιου κοινωνικού (αυτό)αποκλεισμού μεμονωμένων κατά κανόνα εργαζομένων, σε πρώτη φάση παροδικά και από το οικείο εργασιακό περιβάλλον, και στη συνέχεια μόνιμα και από την αγορά εργασίας γενικά, ως συνέπεια συστηματικής κακομεταχείρισης και διαρκούς παρενόχλησης, (ψυχολογικής) βίας, εχθρικής, βάναυσης ή ανοίκειας συμπεριφοράς ή εκφοβισμού τους.
Η μελέτη του φαινομένου εντάσσεται στην γενικότερη προβληματική της έρευνας των αιτιών του εργασιακού stress και της καταπολέμησης των επιβλαβών συνεπειών του για την - ψυχική κυρίως, αλλά και (ψυχο)σωματική - υγεία των εργαζομένων. Δεν αμφισβητείται σήμερα, ότι η διατάραξη της διαπροσωπικής επικοινωνίας στην εργασία και ιδίως η συστηματικά βάναυση, προσβλητική, εχθρική, ανάρμοστη ή απλώς ανοίκεια συμπεριφορά εργοδοτών σε βάρος εργαζομένων, προϊσταμένων σε βάρος υφισταμένων και αντιστρόφως ή ομοιοβάθμων συναδέλφων μεταξύ τους ή και εκ μέρους τρίτων, λ.χ. πελατών ή προμηθευτών, έναντι εργαζομένων, αποτελούν έναν από τους σπουδαιότερους στρεσογόνους παράγοντες στο εργασιακό περιβάλλον, με μοιραίες για την υγεία του θύματος συνέπειες. Ακραία μορφή δυσλειτουργίας των διαπροσωπικών σχέσεων στην εργασία, συχνά αποτέλεσμα έντονου εργασιακού stress αλλά και ένας από τους βασικότερους παράγοντες δημιουργίας στρεσογόνου εργασιακού κλίματος αποτελεί το Mobbing. Το κόστος του φαινομένου για τις επιχειρήσεις και τις εθνικές οικονομίες ανέρχεται παράλληλα, σύμφωνα με τους μετριοπαθέστερους υπολογισμούς, σε δισεκατομμύρια ευρώ ετησίως.
Ο όρος “Mobbing” δεν είναι άγνωστος στην Ελλάδα, όπου όμως φαίνεται ότι επικρατεί για την περιγραφή του ίδιου φαινομένου ήδη ο ειδικότερος προσδιορισμός «ηθική παρενόχληση», που αποδίδει με τη σειρά του την ακριβή μετάφραση της αντίστοιχης γαλλικής ορολογίας „harcèlement moral“. Το περιορισμένο ενδιαφέρον της ελληνικής επιστημονικής κοινότητας, όπως αντανακλάται στην ομολογουμένως όχι πλούσια ελληνόγλωσση (μεταφρασμένη) και ελληνική βιβλιογραφία γύρω από το φαινόμενο της ηθικής παρενόχλησης, δεν δικαιολογείται από τα πράγματα. Σύμφωνα με τα πορίσματα της Πέμπτης Έρευνας για τις Συνθήκες Εργασίας στην Ευρώπη, την οποία διεξήγαγε το Ευρωπαϊκό Ίδρυμα για την βελτίωση των Συνθηκών Ζωής και Εργασίας του Δουβλίνου το 2010, 3,4% τον εργαζομένων στην Ελλάδα είχαν υποστεί ηθική παρενόχληση στην εργασία κατά τους δώδεκα μήνες που προηγήθηκαν της έρευνας, ποσοστό που αντιστοιχούσε τότε σε περισσότερους από 146.000 εργαζόμενους. Η σχέση άλλωστε που συνδέει την ηθική παρενόχληση με την καλπάζουσα σήμερα ανεργία και την υποχώρηση της συλλογικής συνείδησης στην εργασία και στην κοινωνία γενικότερα είναι ανάλογη. Τα ελληνικά δικαστήρια έχουν ομοίως να επιδείξουν όχι λίγες αποφάσεις επί πραγματικών περιστατικών που εμπίπτουν στον πυρήνα του τύπου της ηθικής παρενόχλησης, ακόμα και αν το φαινόμενο σπάνια προσδιορίζεται expressis verbis με τον όρο αυτό. Η συστηματοποίηση των μέχρι σήμερα δοσμένων νομολογιακά λύσεων υπό το πρίσμα της γενικά πλέον αποδεδειγμένης αυτοτελούς σημασίας του φαινομένου για την εργασιακή πραγματικότητα και η διεξοδικότερη διερεύνηση των κατάλληλων νομικών βάσεων για τη θεμελίωση της ευθύνης των εμπλεκομένων μερών, λαμβανομένων υπόψη και των νέων νομοθετικών δεδομένων, και ιδίως της περί απαγόρευσης των διακρίσεων ενωσιακής νομοθεσίας, αποτελεί πρωταρχική επιδίωξη της παρούσας μελέτης.
Παρακαλώ, συμπληρώστε το email σας και πατήστε αποστολή.