«Μια μικρούλα με ολόμαυρα κοτσίδια, με πλησιάζει στην αυλή. Έχει λυμένα κορδόνια. Αλλάζει τα μπροστινά της δοντάκια και τσεβδίζει. «Κύριε, θα μου τα δέθειθ;»
Ξεχνώ προς στιγμή αυχενικό και ορθοστατικό, κι εκείνη τη ζάλη που ώρες-ώρες με παραλύει, και, σκύβοντας στα λασπωμένα παπουτσάκια της, προσκυνώ την αθωότητα». (Από την έκδοση)